1
Υπάρχουν πράγματα
Που ζούμε ανάμεσά τους «και το να τα βλέπουμε
Είναι να γνωρίζουμε τον εαυτό μας».
Συμβάν, ένα τμήμα
Μιας άπειρης ακολουθίας,
Τα θλιβερά φαινόμενα·
Γι’ αυτό εξιστορήθηκε
Παραμύθι για τη μοχθηρία μας.
Δεν είναι η δική μας μοχθηρία.
«Θυμάσαι εκείνη την παλιά κωμόπολη που επισκεφθήκαμε, και καθίσαμε στο κατεστραμμένο παραθύρι, και προσπαθήσαμε να φανταστούμε πως ανήκαμε σ’ εκείνους τους καιρούς ⸺ Είναι νεκρή και δεν είναι νεκρή, και δεν μπορείς να φανταστείς ούτε τη ζωή της ούτε και τον θάνατό της· η γη μιλάει και η σαλαμάνδρα μιλάει, η Άνοιξη έρχεται και μόνον την συσκοτίζει ⸺»
2
Έτσι μίλησε για την ύπαρξη των πραγμάτων,
Ένα απείθαρχο πάνθεον
Απόλυτο, μα λένε
Άγονο.
Μια πόλη των επιχειρήσεων
Από γυαλί
Σε όνειρα
Κι εικόνες–
Και η αγνή χαρά
Του ορυκτού γεγονότος
Αν κι είναι αδιαπέραστη
Όπως ο κόσμος, αν είναι ύλη,
Είναι αδιαπέραστη.
3
Τα συναισθήματα είναι μπλεγμένα
Μπαίνοντας στην πόλη
Όπως μπαίνοντας σε κάθε πόλη.
Δεν είμαστε σύγχρονοι
Με μιαν εντοπιότητα
Μα φανταζόμαστε πως είναι οι άλλοι,
Τους συναντάμε. Βασικά
Ένας λαός ρέει
Μες στην πόλη.
Αυτή είναι μία γλώσσα, συνεπώς, της Νέας Υόρκης
4
Διότι τ’ άτομα εκείνης της ροής
Είναι νέα, οι γέροι
Νέοι στο γήρας όπως οι νεαροί
Στη νιότη
Και στις κατοικίες τους
Για τις οποίες οι ασφαλτωμένες οροφές
Και τα σκαλιά κι οι πόρτες ⸺
Ένας κόσμος όλο σκαλοπάτια ⸺
Είναι άλλοθι μικροπρεπές και η σατιρική σπιρτάδα
Δεν θα χρησιμεύσει.
5
Η μεγάλη πέτρα
Πάνω από το ποτάμι
Στον πυλώνα της γέφυρας
«1875»
Παγωμένη στο σεληνόφως
Στον παγωμένο αέρα πάνω από το μονοπάτι, συνείδηση
Που δεν έχει τίποτε ν’ αποκομίσει, που δεν προσμένει τίποτε,
Που αγαπά τον εαυτό της
6
Είμαστε κολλημένοι, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο,
Θα μας ενημερώσουνε αμέσως
Για οτιδήποτε συμβεί
Και η ανακάλυψη του γεγονότος σκάει
Σ’ έναν παροξυσμό συναισθήματος
Τώρα όπως πάντοτε. Ο Ροβινσώνας
Λέμε
«διασώθηκε».
Έτσι επιλέξαμε.
7
Έμμονοι, σαστισμένοι
Από το ναυάγιο
Της ενικότητας
Επιλέξαμε τη σημασία
Του να είμαστε πολυάριθμοι.
8
Amor fati
Η αγάπη της μοίρας
Της οποίας η πόλη μονάχο
κοινό
Ενδεχομένως βλάσφημο.
Αργά πάνω από νησιά, πεπρωμένα
Περνούν με σταθερή ταχύτητα
Κι αλλάζουν
Στον λεπτό ουρανό
Πάνω από νησιά
Ανάμεσα σ’ ημέρες
Διαθέτοντας μονάχα την ισχύ
Των ημερών
Απλούστατη
Δυσβάσταχτη
9
«Κατά πόσο, καθώς αυξάνεται η ένταση της όρασης, ενός η απόσταση από Εκείνους, τους ανθρώπους, δεν αυξάνεται μαζί της»
Το ξέρω, φυσικά το ξέρω, δεν μπορώ να μπω σε άλλο τόπο
Εντούτοις είμαι ένας εξ αυτών που από τίποτα άλλο παρά από ενός ανθρώπου τον τρόπο σκέψης και μιαν απ’ τις διαλέκτους του κι από αυτό που μου συνέβη
Έφτιαξα ποίηση
Για να ονειρεύομαι εκείνο τ’ ακρογιάλι
Για χάρη μιας στιγμής στα μάτια,
Η απόλυτη ενικότητα
Τ’ απόκοσμα δεσμά
Της ενικότητας
Που είναι το αστραφτερό φως του ναυάγιου
10
Ή, υπ’ αυτό το φως, Νέες τέχνες! Διθυραμβικό, κοινό–ως–καλλιτέχνες! Αλλά θ’ αφουγκραστώ Έναν άνθρωπο, θ’ αφουγκραστώ έναν άνθρωπο, και όταν μιλάω θα μιλώ, παρότι θ’ αποτύχει και θ’ Αποτύχω. Αλλά θα τον αφουγκραστώ όταν μιλάει. Το ανακάτεμα ενός πλήθους δεν είναι τίποτε ⸺ Εντάξει, τίποτε εκτός από τους πολλούς που είμαστε, μα τίποτε.
Αστική τέχνη, τέχνη των πόλεων, τέχνη των νεαρών στις πόλεις ⸺ Ο απομονωμένος άνθρωπος Είναι πεθαμένος, ο κόσμος γύρω του εξουθενωμένος
Κι αυτός αποτυγχάνει! Αποτυγχάνει, εκείνος ο διαλογιζόμενος άνθρωπος! Και πράγματι δεν Μπορούν να τ’ «αντέξουν».
11
Είναι εκείνο το φως
Στάζει όπου να ‘ναι, ένα φως των καιρών
Όπου τα κτήρια
Στέκονται σε χαμηλό έδαφος, τ’ αετώματά τους
Μόλις πάνω απ’ το λιμάνι
Απολύτως αμετακίνητα,
Κούφια, διαθέσιμα, μπορείς να μπεις σε κάθε κτήριο,
Μπορείς να κοιτάξεις από κάθε παράθυρο
Κάποιος ίσως να χαιρετήσει τον εαυτό του
Στην κορυφή του Empire State Building⸺
Μίλα
Αν το μπορείς
Μίλα
Φυλλίς ⸺ όχι νεοκλασικό,
Τ’ όνομα της κοπέλας είναι Φυλλίς ⸺
Γυρνώντας σπίτι από την πρώτη της δουλειά
Με το λεωφορείο στο γυμνό αστικό εσωτερικό
Ανάμεσα σ’ εκείνους τους ανθρώπους, οι μικρές θύρες
Ανοίγοντας στη νύχτα στο πεζοδρόμιο
Η καρδιά της, μου είπε, ξαφνικά σφιγμένη από ευτυχία ⸺
Μια τόσο μικρή φωτογραφία,
Μια κηλίδα φωτός στο κράσπεδο, δεν μπορεί να μας εξευτελίσει
Είμαι κι εγώ ερωτευμένος κάτω ‘κει με τα σοκάκια
Και τα τετράγωνα πλακάκια του πεζοδρομίου ⸺
Το να μιλώ για το σπίτι και τη γειτονιά και τις προβλήτες
Και δεν είναι «τέχνη»
12
«Σ’ αυτές τις εξηγήσεις προϋποτίθεται ότι ένα βιώνον υποκείμενο είναι μια περίπτωση ευαίσθητης αντίδρασης σ’ έναν πραγματικό κόσμο.»
πέφτει η βροχή
που δεν είχε πέσει
και είναι ο ίδιος κόσμος
. . .
Έφτιαξαν μικρά αντικείμενα
Από ξύλο και ψαροκόκαλα
Και πέτρα. Μίλησαν,
Φαμίλιες μίλησαν,
Μαζεύτηκαν σαν σε συμβούλιο
Και κουβεντιάσαν, κουβαλώντας αντικείμενα.
Ήταν αφελείς,
Τα πράγματά τους άστραφταν στο δάσος.
Ήταν καρτερικοί
απέναντι στον κόσμο.
Αυτό ποτέ δε θα επιστρέψει, ποτέ,
Εκτός κι αν έχοντας αγγίξει τα όριά τους
Θ’ αρχίσουν από την αρχή ξανά, τουτέστιν,
Ξανά και ξανά
13
Ανίκανοι ν’ αρχίσουν
Από την αρχή, οι τυχεροί
Βρίσκουν τα πάντα ήδη εδώ. Είναι καταναλωτές,
Επιλεκτικοί, κριτές· … Κι εδώ το βάναυσο
Δε βρίσκει αντίσταση, αδιέξοδο.
Αναπτύσσουν
Επιχειρηματολογία ώστε να μιλήσουν, γίνονται
Αναληθείς, δεν παίζονται, η ζωή χάνει
Στιβαρότητα, χάνει έκταση, το μπέιζμπολ είναι το παιχνίδι τους
Γιατί το μπέιζμπολ δεν είναι παιχνίδι
Μα επιχείρημα κι η διχογνωμία
Κάνει την ιπποδρομία. Είναι φαντάσματα και διακυβεύουν
Την ψυχή του καθενός. Υπάρχει αλλαγή
Σ’ έναν αέρα
Που μυρίζει παλιατζούρα, θα έρθουν στο τέρμα
Μίας εποχής
Πρώτοι από όλους τους ανθρώπους
Και καθείς ας κρατήσει μ’ εντιμότητα
Τις αποστάσεις του
Αν το μπορεί.
14
Αδυνατώ ακόμα και τώρα
Ν’ αποστασιοποιηθώ τελείως
Από εκείνους τους άνδρες
Με τους οποίους κάθισα σε πυροβολεία, σκηνές εστίασης,
Νοσοκομεία και στάνες και φυλάχτηκα μες στα χαντάκια
Ανατιναγμένων δρόμων σε κατεστραμμένη χώρα,
Ανάμεσά τους άνδρες πολλοί
Ικανότεροι εμού ⸺
Ο Muykut κι ένας λοχίας
Ονόματι Healy,
Κι εκείνος ο υπολοχαγός επίσης ⸺
Πώς να ξεχάσω κάτι τέτοιο; Πώς να μιλήσω
Απαθώς για «Τον Λαό»
Που είναι τούτη η δύναμη
Μέσα στα τείχη
Των πόλεων
Όπου τ’ αμάξια τους
Αντηχούν σαν ιστορία
Κατά μήκος των περιτειχισμένων λεωφόρων
Στις οποίες δεν μπορεί κανένας να μιλήσει.
15
Χορός (ανδρόγυνος): «Βρείτε με
Ώστε να υπάρξω, βρείτε τον αφαλό μου
Ώστε να υπάρξει, βρείτε τις ρώγες μου
Ώστε να υπάρξουν, βρείτε κάθε τρίχα
Της κοιλιάς μου, είμαι καλός (ή είμαι κακός),
Βρείτε με.»
16
«… ο που δεν θα εργαστεί δεν θα φάει,
Και μόνον ο που προβληματιζόταν θα ξαποστάσει,
Και μόνον ο που κατεβαίνει στον κάτω κόσμο θα διασώσει την αγαπημένη του,
Και μόνον ο που τραβάει το μαχαίρι του θα λάβει εκ νέου τον Ισαάκ. Ο που δεν θα εργαστεί δεν θα φάει…
Αλλά ο που θα εργαστεί θα γεννήσει τον ίδιο του τον πατέρα.»
17
Οι ρίζες των λέξεων
Αχνές στους υπογείους
Υπάρχει μια παραφροσύνη στον αριθμό
Των ζώντων
«Μια κατάσταση της ύλης»
Δεν βρίσκεται κανείς εδώ εκτός από εμάς τις κότες
Αντι-οντολογία ⸺
Αυτός θέλει να πει
Η ζωή του αληθεύει,
Κανένας δεν μπορεί να πει γιατί
Δεν είναι εύκολο να μιλάς
Ένα βίαιο ψέλλισμα, εν μέση αγορά
Μιας αρρίζωτης ομιλίας
18
Είναι ο αέρας της θηριωδίας
Ένα συμβάν τόσο συνηθισμένο
Όσο ένας Πρόεδρος.
Μια στήλη καπνού, ορατή από απόσταση
Όπου καίγονται άνθρωποι.
19
Τώρα στα ελικόπτερα η χαλαρή επιθυμία
Είναι θηριώδης
Παραφροσύνη στους υψηλά ιστάμενους,
Αν αληθεύει ότι πρέπει να κάνουμε αυτά τα πράγματα
Πρέπει να κόψουμε τους λαιμούς μας
Η μύγα στο μπουκάλι
Παραφρονούσα, η παραφρονούσα μύγα
Που, πάνω από την πόλη
Είναι το αστραφτερό φως του ναυάγιου
20
⸺ Περιμένουν
Πόλεμο, και τα νέα
Είναι πόλεμος
Όπως πάντα
Ώστε να ξεσηκωθούνε οι χυμοί τους
Αν κι οι χυμοί ψεύδονται.
Πράματα και θάματα έχουνε συμβεί
Πάνω στη γη και της ‘δωσαν ιστορία, στρατιές
Και οι κουρελιασμένες ορδές κινούνται και τα πάθη
Εκείνου του θανάτου. Μα ποιος ξεφεύγει από τον
Θάνατο
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους επιβάτες
Του υπογείου,
Ξέρουνε
Μα τώρα όπως την ξέρω ‘γω
Την αποτυχία και την ενοχή
Της αποτυχίας.
Όπως στο ποίημα του Hardy για τα Χριστούγεννα
Μπορούμε με μισή καρδιά να ελπίζουμε ότι θα βρούμε τα ζώα
Στις στάνες ενός έθνους
Που γονατίζει τα μεσάνυχτα,
Ζώα της φάρμας,
Ζώα για κουβάλημα, θηρία για σφαγή
Γιατί θα σήμαινε ότι μας συγχώρεσαν,
Ή που είναι το ίδιο πράμα,
Ότι δεν έχουμε καμία σημασία.
21
Μπορεί να υπάρχει ένα τούβλο
Σ’ έναν τούβλινο τοίχο
Που πιάνει το μάτι
Άρα σ’ ησυχία Κυριακής
Ιδού το τούβλο, περίμενε
Εδώ που γεννήθηκες
Mary-Anne.
22
Διαύγεια
Με την έννοια της διαφάνειας,
Δεν εννοώ ότι πολλά μπορούν να εξηγηθούν
Διαύγεια με την έννοια της σιγής.
23
«Μισολευτερωμένος
Και μισότρελος»
Και το διεθνές τζετ σετ κατέφθασε.
Τα λεξιλόγια του σαράντα
Άνοιξαν δρόμο για τον Αεροχείμμαρο
Και τα μίντια, την Mustang
Και τις συμφωνίες
Κι οι άνθρωποι θ’ αλλάξουν πάλι.
Κάτω από το χώμα
Στην τυφλή πίεση
Ο όγκος,
Η οντότητα
της ουσίας
Αλλάζει κι αυτή.
Σε δυο ντουζίνες δωμάτια,
Δυο ντουζίνες διαμερίσματα
Μετά το πάρτι
Οι κοπέλες
Κοιτάνε τα ταβάνια
Στα τυφλά καθώς τις γεμίζουν
Και μετά αποκοιμούνται.
24
Σ’ αυτό το έθνος
Που είναι κατά μία έννοια
Το σπίτι μας. Συμβόλαιο!
Το συμβόλαιο είναι ότι
Θα υπάρχουν λαοί.
25
Αλλόκοτο τ’ ότι οι νεώτεροι που ξέρω
Ζούνε στα παλαιότερα κτήρια
Διάσπαρτοι στην πόλη
Στα σκοτεινά δωμάτια
Του παρελθόντος ⸺ κι οι εμιγκρέδες,
Τα μαύρα
Ορθογώνια κτήρια
Των εμιγκρέδων.
Είναι τα τέκνα της μεσαίας τάξης.
«Τ’ αγνά προϊόντα της Αμερικής ⸺»
Επενδύοντας
Τ’ αρχαία κτήρια
Αλληλοσπρώχνονται
Στο μισοξεχασμένο, εκείνη την αργοκίνητη δουλειά.
Αυτό το Σινικό Τείχος.
26
Φέρνουν τον ιθαγενισμό
Σε μια κατάληξη
Αυτοκτονίας.
Θέλουμε να υπερασπιστούμε
Τον περιορισμό
Και δεν γνωρίζουμε πώς.
Ανόητο να πούμε απλώς
Ότι οι ποιητές δεν πρέπει να διάγουν τον βίο τους
Ανάμεσα σε ποιητές,
Έχουν απολέσει την μεταφυσική διαίσθηση
Του μέλλοντος, αισθάνονται τον εαυτό τους
Ως το τέλος μιας αλυσίδας
Ζωών, μοναδικών ζωών
Και γνωρίζουμε ότι οι ζωές
Είναι μοναδικές
Και δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε
Το μεταφυσικό
Που πάνω του στηρίζονται
Τα όρια
Των αποστάσεών μας.
Θέλουμε να πούμε
«Κοινή λογική»
Κι αδυνατούμε. Εμμένουμε
Σ’ αυτήν την άρνηση
Του θανάτου που ασφαλτόστρωσε τις πόλεις,
Ασφαλτόστρωσε τις πόλεις
Γενεές
Επί γενεών και το πεζοδρόμιο
Είναι σιχαμερό σαν τους διαδρόμους
Της αστυνομίας.
Πώς να γνωρίσει κανείς μια γενιά, μια νέα γενιά;
Όχι από την πάχνη πάνω τους! Όπου η γη είναι πιότερο ξεσκισμένη
Και οι πληγές αφρόντιστες και οι φωνές συγκεχυμένες,
Εκεί είναι η κεφαλή της κινούμενης στήλης
Όσοι αν δεν καταφέρουνε να βρουν
Τη γενιά τους
Μαραζώνουν στα θεραπευτήρια
Και στις αποθήκες των προμηθειών, προμηθεύοντας
Ακατάλληλα αντικείμενα.
Λάμπες των δρόμων φωτίζουν τα παρκαρισμένα αμάξια
Σταθερά στην ξάστερη νύχτα
Αληθεύει, η μεγάλη ορυκτή σιγή
Δονείται, βουίζει, μια διαδικασία
Που ολοκληρώνει τον εαυτό της
Στην οποία οι υαλοκαθαριστήρες
Των αμαξιών είναι ορατοί.
Η δύναμη του νου, η
Δύναμη και βαρύτητα
Του νου που
Δεν επαρκεί, είναι το τίποτα
Και κάνει το τίποτα
Ενάντια στον φυσικό κόσμο,
Μεγαθήριο, άσπρη φάλαινα, τέρας
Θα πουν και λιγότερο από τέρας,
Ο μοιραίος βράχος
Που είναι ο κόσμος ⸺
Ω αν οι δρόμοι
Φαίνονται αρκετά φωτεινοί,
Δίπλωμα και πάλι δίπλωμα
Της κατοίκησης…
Ή αν βλέπεις μέσα σε νερό
Καθαρά τα βοτσαλάκια
Της παραλίας
Μέσα στο νερό, να ρέουν
Από το ρυτίδιασμα, πεντακάθαρα
Όσο ήταν πάντα
Είναι δύσκολο τώρα να μιλάς για ποίηση ⸺
Για κείνους που έχουνε αναγνωρίσει το φάσμα της επιλογής ή κείνους που έχουν ζήσει μέσα στη ζωή οπού γεννήθηκαν ⸺. Δεν είναι επακριβώς ένα ερώτημα βαθύτητας σκέψης αλλά μια διαφορετική κατηγορία εμπειρίας. Θα ‘πρεπε κανείς να πει τι συμβαίνει σε μια ζωή, ποιες επιλογές εμφανίζονται, τι μας είναι ο κόσμος, τι συμβαίνει εν χρόνω, ποια σκέψη είναι στην ρότα της ζωής και άρα τι ‘ν’ η τέχνη, και η απομόνωση του πραγματικού
Θα ήθελα να μιλήσω για δωμάτια και για το τι κοιτούν προς τα έξω και για υπόγεια, τους τραχείς τείχους που κουβαλάνε τα σημάδια των μορφών, τα παλιά σημάδια ξύλου στο τσιμέντο, τόση μοναξιά όπως γνωρίζουμε ⸺
Και για τα σκουπισμένα δάπεδα. Κάποιος, ένας εργάτης αντέχοντας τον εαυτό του, συναισθανόμενος για τον εαυτό του εκείνη την ιδιότροπη λέξη όπως μια ατιμασμένη πατρότητα έχει σκουπίσει τούτο το μονήρες πάτωμα, τούτο το βαθύτατα κρυμμένο πάτωμα ⸺ τόση μοναξιά όπως γνωρίζουμε.
Κανείς δεν πρέπει να ‘ρθει να αισθανθεί ότι έχει χίλιες κλωστές στα χέρια του,
Πρέπει κάπως να διακρίνει ένα πράμα·
Αυτό είναι το επίπεδο της τέχνης
Υπάρχουν κι άλλα επίπεδα
Μα δεν υπάρχει άλλο επίπεδο της τέχνης
28
Το φως
Κλειστών σελίδων, σφιχτά κλεισμένων, συμπιεσμένων μεταξύ τους
Αποκαλύπτει την καινούργια μέρα,
Το στενό, τρομακτικό φως
Πριν από μιαν ανατολή.
29
Κόρη μου, κόρη μου, τι να πω
Για το ζην;
Δεν μπορώ να το κρίνω.
Μοιάζουμε παγιδευμένοι
Σε μιαν πραγματικότητα παρέα γλυκιά μου
Κορούλα,
Έχω μια κόρη,
Αλλ’ όχι παιδί
Και δεν ήταν ακριβώς
Ευτυχία αυτό που υποσχεθήκαμε
Στους εαυτούς μας·
Λέμε ευτυχία, ευτυχία και δεν μας
Φτάνει.
Αν και το σπίτι στην χαμηλή γη
Της πόλης
Πιάνει το φως της αυγής
Μπορώ να μονολογήσω, και μονολογώ
Μόνον ό,τι πιστεύουμε όλοι
Αληθινό
Και στο ξαφνικό κενό
Του χρόνου…
… δεν είναι
Από φόβο που σφίγγονται οι ρίζες
Καθοδικά
Και προκαλούν
Τις αλλόκοτες ιεραρχίες
Πατέρα και παιδιού
Όπως των φύλλων στην ακμή τους
Λεπτά κλαδάκια να μας προστατεύσουν
Από τον χρόνο, από τον ανοιχτό
Χρόνο
30
Πίσω από το σπίτι τους, πίσω από την πίσω βεράντα
Είναι το μικρό δάσος.
Εκείνη μπαίνει ενίοτε εκεί
Και περιμένει τα πουλιά και το ελάφι.
Κοιτώντας πάνω βλέπει τον γαλάζιο λαμπερό ουρανό
Πάνω από τα κλαδιά.
Αν κάποιος είχε γεννηθεί εκεί
Πώς κανείς να το πιστέψει;
31
Επειδή το γνωστό και τ’ άγνωστο
Αγγίζονται,
Ο καθένας μάρτυρας αυτού ⸺
Είναι εξευγενιστικό
Αν το σκέφτεται κανείς έτσι.
Αν το να γνωρίζεις είναι ευγενές
Είναι εξευγενιστικό.
32
Μόνον ότι θα πρέπει να ‘ναι όμορφα,
Μόνον ότι θα πρέπει να ‘ναι όμορφα,
Ω, όμορφα
Κόκκινα πράσινα γαλάζια ⸺ τα υγρά χείλη
Γελώντας
Ή η σπείρα του λευκού οστράκου
Και η ομορφιά των γυναικών, οι τέλειοι τένοντες
Κάτω από το δέρμα, η τέλεια ζωή
Που μπορεί να διαστρέψει σ’ έναν κατακλυσμό
Του πόθου
Όχι την αλήθεια αλλά τον έναν και τον άλλο
Το λαμπερό, λαμπερό δέρμα, τα χέρια της διστάζουν
Στην απίστευτη ανάγκη της
33
Το που μας ανήκει, αυτό που είμαστε,
Αυτό είναι η αγαλλίασή μας
Εξυψωμένο και τόσο παλιό όσο εκείνη η αληθοσύνη
Που διαφωτίζει την ομιλία.
34
Όπως ο άνεμος στα δέντρα κι οι καμπάνες
Της ακολουθίας ⸺
Πόσο ανάλαφρος είναι ο αέρας
Κι η γη,
Τα παιδιά και το γρασίδι
Στον άνεμο και οι φωνές ανδρών και γυναικών
Να γυροφέρνουνε τον ήλιο στον αιώνα
Ανάμεσα στα όμορφα στοιχεία που ‘χουν τ’ αεράκια
Εφημερίδες φυσημένες στα πεζοδρόμια
«… μια Θήλεια Θέληση να κρύψει τον πασιφανέστατο Θεό
Σ’ έναν κρυψώνα…»
Σίγουρα η απειροσύνη είναι το πασιφανέστατο πράγμα στον κόσμο
Είναι μήπως το κουράγιο των γυναικών
Ν’ αναλαμβάνουν μόνες τους κάθε φορτίο της τυφλότητας
Εισβολείς
Κουβαλώντας ζωή, οι νεαρές γυναίκες
Κουβαλώντας ζωή
Αβοήθητες στα χέρια τους
Στους δρόμους, αποδυναμωμένες από την τόσο μεγάλη ανάγκη
Ή την ελάχιστη
Και η ζωή που φαίνεται να εξαρτάται απ’ τις γυναίκες, βεβαρυμμένη και σ’ απόγνωση
Όπως κι εκείνες είναι
35
…ή όρισε
Τον Άνθρωπο πέραν της σωτηρίας
Των εξαθλιωμένων, επίλυσε
Πόλεις ολάκερες
Προτού να μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε
Ξανά
Δάση και βοσκοτόπια…
36
Αν κι ο κόσμος
Είναι το προφανές, το ιδωμένο
Και το απρόβλεπτο,
Αυτό που κάποιος δεν μπορεί να
Μην δει
Το που τα πρώτα μάτια
Είδαν ⸺
Για μας
Επίσης για κάθε
Άνδρα ή γυναίκα
Κοντά είναι
Η γνώση
Αν κι ίσως να ‘ναι του ίδιου του μεσημεριού
Η κενότητα
⸺ και οι παράφρονες, κι αυτοί, μιλούν μονάχα για συνωμοσίες
Και για τον κόσμο που μιλάει ⸺
Κι εάν αυτά τα μονοπάτια
Του μυαλού
Δεν μπορούν να σπάσουν
Δεν είναι η άγρια λάμψη
Του κόσμου που μέσα του κι αυτός πεθαίνει ακόμα.
37
«…πλησίασε το παράθυρο σαν για να δει…»
Την βαρεμάρα που ομολόγησε
Τα πάντα ⸺
Έπρεπε να ‘χω γράψει, όχι την βροχή
Μιας μέρας του δεκάτου ενάτου αιώνα, μα τους κόκκους
Στον αέρα, την σκόνη
Ακόμα εδώ.
Για τι έχουμε καυγαδίσει; τι έχουμε διαπράξει;
Το πήξιμο του αέρα;
Αέρας τόσο πηχτός με μύθο που οι λέξεις ατυχία
Και καλή τύχη
Επιπλέουν μέσα του…
Για να τις «δει»;
Όχι.
Ή βλέπει κόκκους, ένα σιδερένιο πλέγμα, σχέσεις
Αιτιότητας
Ακόμα, στην άκρη του μυαλού
Σχετικές
38
Είσαι η τελευταία
Που θα τον μάθεις
Νοσοκόμα.
Όχι μάθεις,
Είναι γέρος άνθρωπος,
Ένας ασθενής,
Πώς να τον μάθει κάποιος;
Είσαι η τελευταία
Που θα τον δει
Ή που θα τον αγγίξει,
Νοσοκόμα.
39
Συμβαίνοντας «ούτε για το εγώ
Ούτε για την αλήθεια»
Τα θλιβερά φαινόμενα
Στην λιγοστά πιστευτή περίπτωση,
Καταιγίδα ή βομβαρδισμός
Ή το δωμάτιο ενός υπέργηρου ανθρώπου
40
Whitman: «Απρίλης 19, 1864
Το καπιτώλιο φαίνεται καλύτερο με τον καιρό, ιδίως αφού τώρα έχουν την μεγάλη φιγούρα πάνω του, και μπορείς να την διακρίνεις πεντακάθαρα. Είναι μία μεγάλη μπρούτζινη φιγούρα, η Διάνοια της Ελευθερίας υποθέτω. Φαίνεται υπέροχη όταν κοντεύει να δύσει. Μ’ αρέσει πολύ να πηγαίνω και να την κοιτώ. Ο ήλιος όταν είναι σχεδόν εξαφανισμένος αστράφτει στο κεφάλι και θαμπώνει και γυαλοκοπά σαν ένα μέγα άστρο: φαίνεται αρκετά
περίεργο…»
Comments