Και είδε ο Θεός το φως, ότι ήταν καλό. — Γένεσις 1,4Επειδή τ’ ασημένιο φτερό της σφήκας που τρεμόπαιζε στη μαύρη λάσπηήταν μια λέξη παρατημένη από τη γλώσσα της.Επειδή κανένας άλλος δεν ερχόταν — και ξέμεινααπό λόγους. Οπότε μάζεψα κάτι χούφτεςστάχτη, σκούρα σαν μελάνι, τη σφυρηλάτησα σε μυελό, σε κρανίοαρκετά παχύ ώστε να φυλάει την τρυφερή κατάρατων ονείρων. Ναι, στόχευσα στο έλεος
— κι ό,τι κατάφερα ήταν να χτίσω ένα κλουβίγύρω απ’ την καρδιά. Ρολά πάνω απ’ τα μάτια. Ναι, του έδωσα χέριακι ας ήξερα ότι για να τεντώσω αυτή την πήλινη πλάκα σε πέντε λεπίδες φωτός, θα ξεπερνούσατα όρια. Επειδή και εγώ χρειαζόμουν ένα μέροςνα με φυλάξει. Οπότε βούτηξα τα δάχτυλά μου πίσωστη φωτιά, άνοιξα
το κάτω μέρος του προσώπου
ώσπου η πληγή πλάτυνεσε λαιμό,
ώσπου κάθε φύλλο έσειε ασήμι
μ’ εκείνο το θεό
-φριχτο ουρλιαχτό
και είχα τελειώσει.
Και ήταν ανθρώπινο.
Σημείωση: Η φράση «επειδή κανένας άλλος δεν ερχόταν» [because no one else was coming] εμφανίζεται και στα δύο προηγούμενα έργα του.
Comentarios