top of page

Η Έρημη Γη του Eliot πριν την καισαρική του Pound

Writer's picture: Δημήτρης ΜαύροςΔημήτρης Μαύρος

Updated: Jan 30, 2021


Αυτή η είναι η πρώτη απόδοση στα ελληνικά της Έρημης Γης του Eliot πριν τις παρεμβάσεις του Pound, η οποία βασίζεται στις εκδόσεις The Waste Land: A Facsimile and Transcript of the Original Drafts και στην ανάπλαση του κειμένου καθώς και στον εκτενέστατο σχολιασμό της όπως αυτά βρίσκονται στην κριτική έκδοση The Poems of T.S. Eliot: Vol. I, Collected and Uncollected Poems. Ο αναγνώστης, τόσο του σύντομου τούτου προλογικού σχολίου όσο και της μετάφρασης που ακολουθεί, αντιμετωπίζεται ως ήδη γνώστης της τελικής μορφής της Έρημης Γης του T.S. Eliot. Τουτέστιν, το κείμενο δεν προσεγγίζεται ερμηνευτικά παρά μόνον en passant. Η Έρημη Γη που μετέφρασα έχει 678 στίχους έναντι των 432 της έκδοσης του 1922. Παράλληλα, για ένα διάστημα κατά τη διάρκεια της σύνθεσης του ποιήματος, ο Eliot σκόπευε να τοποθετήσει τέσσερα αυτόνομα ποιήματα (I-II: Exequy, ΙΙ-ΙΙΙ: Song, ΙΙΙ-ΙV Dirge, IV-V: I am the Resurrection and the Life) ως ιντερλούδια ανάμεσα στις πέντε ενότητες τα οποία ανέρχονται συνολικά σε 82 ακόμα στίχους (άρα, όλοι μαζί: 760). Αυτά δεν τα μεταφράζω, αφενός γιατί δεν εδραιώθηκε ποτέ η θέση τους στη σύνθεση αφετέρου γιατί μ’ ενδιαφέρει το σώμα του ποιήματος και όχι τέσσερα ποιήματα που είναι ξεκάθαρα εμβόλιμα.

Θα με απασχολήσει, λοιπόν, η μορφή του ποιήματος πριν την «καισαρική επέμβαση» που καυχιόταν ο Pound ότι έφερε εις πέρας (στο σατιρικό του ποίημα Sage Homme). Στόχος του εγχειρήματός μου είναι να κρίνει ο αναγνώστης την ποιοτική απόκλιση των “δύο” εκδοχών (υπήρχαν προφανώς πολύ περισσότερα σχεδιάσματα, από τα οποία επιλέγω το κατ’ εμέ και πολλούς άλλους πιο αντιπροσωπευτικό τού εν μέρει συγκεχυμένου ελιοτικού οράματος). Προσωπικά, χαίρομαι που ήταν εκεί ο Pound ώστε να πετσοκόψει περί τους 250 στίχους αναδεικνύοντας έτσι μια Έρημη Γη που ίσως αποκλίνει από αυτό που είχε αρχικά τουλάχιστον κατά νου ο Eliot, αλλά που είναι ένα εξαιρετικό ποίημα.

Αφορμή μου υπήρξαν οι εξής σκέψεις: Σε ένα παράλληλο σύμπαν, το οποίο τολμάει τελικά να ενοχλήσει ο Προύφροκ, και στο οποίο Pound κι Eliot δεν γνωρίζονται ποτέ, ποια θα ήταν η Έρημη Γη που θα κρατούσαμε στα χέρια μας; Και το κυριότερον: Θα την κρατούσαμε στα χέρια μας; Θα κατέληγε να επιβληθεί στον εαυτό του ο Eliot ώστε να προβεί σε παρόμοιες περικοπές ή θα παρασυρόταν στην έκδοση του εκτενέστερου δυνατόν ποιήματος; Και αν συνέβαινε το δεύτερο, θα θεωρείτο η Έρημη Γη ένα από τα εμβληματικά κείμενα του μοντερνισμού κι ένα απ’ τα καλύτερα του 20ού αιώνα ή θα κατέρρεε κάτω από το ίδιο της το βάρος; Και τι θα συνέβαινε στην Ελλάδα που τόσο επηρεάστηκε από την Έρημη Χώρα του Σεφέρη; Θα τη μετέφραζε και πάλι ή θα περνούσαν πολλά χρόνια πριν τη δούμε στη γλώσσα μας; Και πώς θα την εισέπραττε το ελληνικό κοινό; Και τι, και πώς και πόθεν στους αιώνες.

Υπάρχει, όμως, και μία ακόμα προέκταση αυτής της εναλλακτικής ιστορίας. Το τέταρτο τμήμα της Έρημης Γης, Θάνατος στο Νερό, για το οποίο ο Pound έγραψε «Κακό — αλλά δεν μπορώ να επιτεθώ μέχρι να το δω δακτυλογραφημένο» (του το έδειξε σε χειρόγραφο ο Eliot), ήταν αρχικά 92 στίχοι και κατέληξε, ως γνωστόν, να γίνει 10. Επειδή ακριβώς έμεινε μόνον η αναφορά στον Φληβά από μιαν ολόκληρη εξιστόρηση ενός ναυαγίου, που πατάει μεταξύ άλλων στο 26ο canto της Κόλασης του Δάντη —το canto του Οδυσσέα—, το τελικό δεκάστιχο λειτούργησε τελικά ως ιντερλούδιο ανάμεσα στο Κήρυγμα της Φωτιάς και στο Τι είπε η Βροντή. Έτσι, ο Eliot εγκατέλειψε την ιδέα των εμβόλιμων ιντερλούδιων που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Η προέκταση, λοιπόν, που επεσήμανα είναι η εξής: στα Τέσσερα Κουαρτέτα, ο Eliot πατάει πάνω στη δομή της Έρημης Γης. Πέντε ενότητες ανά κουαρτέτο, όπου η αρχή της δεύτερης κάθε φορά μιμείται κάποιο ύφος (όπως η αρχή της δεύτερης ενότητας της Έρημης Γης, Μια Παρτίδα Σκακιού) και η τέταρτη λειτουργεί ως ένα πολύ σύντομο λυρικό ιντερλούδιο (όπως η ενότητα Θάνατος το Νερό). Φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο πραγματώνει τη δομή του είναι εξαιρετικά ραφιναρισμένος σε σχέση με την Έρημη Γη και η ίδια η δομή στις υπόλοιπες ενότητες έχει ωριμάσει, αλλά οι ομοιότητες παραμένουν. Οπότε το ερώτημα είναι: εάν ο Θάνατος στο Νερό εξακολουθούσε να έχει 92 στίχους, πώς θα επηρέαζε αυτό θετικά ή αρνητικά τα Τέσσερα Κουαρτέτα, το ωριμότερο έργο του Eliot; Δεν πρόκειται να μάθουμε. Πλέον, η εκδοθείσα εκδοχή είναι εγγεγραμμένη στη συνείδησή μας και η αρχική εκδοχή ίσως θολώνεται από τη γοητεία του να βλέπεις μέσα στο μυαλό μιας ποιητικής ιδιοφυΐας.

Σχετικά με τη συμβολή του Pound: Εκείνος πρώτος επέμεινε ν’ αρχίσει το ποίημα από τον πια πασίγνωστο στίχο «Απρίλης είναι ο άσπλαχνος μήνας». Πριν απ’ αυτόν υπήρχαν, όπως θα διαβάσετε, άλλοι 54 στίχοι και η Έρημη Γη ξεκινούσε: «Πρώτα ήπιαμε ένα-δυο ποτά στου Τομ». Από το Κήρυγμα της Φωτιάς έκοψε πάνω από 100 στίχους, λέγοντας για την αρχή του τμήματος, που αποτελούσε μίμηση του Pope και που ο Eliot θεωρούσε «εξαιρετικό τμήμα από δίστιχα»: «Ο Pope το ’χει κάνει αυτό τόσο καλά που δεν μπορείς να το κάνεις καλύτερα· και αν το γράφεις ως μπουρλέσκα μεταμφίεση, καλύτερα να το παραλείψεις, γιατί δεν μπορείς να παρωδήσεις τον Pope εκτός κι αν μπορείς να γράψεις καλύτερα από τον Pope — και δεν μπορείς» και ότι το τμήμα είναι «υπερβολικά χαλαρό» και «η ρίμα το ξεχειλώνει καθιστώντας το αναποτελεσματικό». Στο κέντρο της ενότητας, όπου εμφανίζεται η ενωτική σημαίνουσα φιγούρα του Τειρεσία, χάρη στον Pound, αναδιαρθρώνονται τα πολλά σταθερά ομοιοκατάληκτα τετράστιχα με τρόπο που να γλυτώνει από τη στιχουργική μονοτονία. Σημειώνει για το σημείο αυτό ο Pound: «Οι στίχοι ως στίχοι δεν είναι αρκετά ενδιαφέροντες ώστε να δικαιολογούν την ποσότητά τους». Αλλά μία από τις πιο καίριες παρεμβάσεις του ήταν πάνω στην αφαίρεση μερικών λέξεων, συγκεκριμένα στην εξάλειψη του δισταγμού του Eliot. Τα «μπορεί» και «ίσως» ταίριαζαν γάντι στον Προύφροκ, αλλά όχι και στην Έρημη Γη και δη στο σημείο όπου μιλάει ο Τειρεσίας, ο οποίος λόγω της προφητικής του ιδιότητας δεν δικαιούται τον δισταγμό. Αντίθετα, η αβεβαιότητα κλόνιζε τον ρόλο του ως παντογνώστη.

Ως προς τη μετάφρασή μου δεν θα πω πολλά. Την τελική Έρημη Γη την πρωτομετέφρασα το 2016 και εδώ, ανάμεσα στα κομμένα τμήματα, βρίσκεται αναθεωρημένη — αν και θα προέβαινα σε περαιτέρω επεξεργασία εάν επρόκειτο να πάρει ποτέ έντυπη μορφή· αυτή εδώ δεν είναι μια οριστική μετάφραση (και αυτό συμπεριλαμβάνει τον τίτλο ο οποίος συνεχίζει να με απασχολεί). Υπάρχει και μόνη της, χωρίς τα προαναφερθέντα τμήματα, ανηρτημένη αλλού. Η μετάφρασή μου (μιλώ ακόμη για τη μετάφραση της τελικής εκδοχής) διαφέρει σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες κυρίως ως προς έναν κατ’ εμέ κομβικό παράγοντα: μεταφέρει όλα τα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα σημεία ως έχουν (με εξαίρεση ελάχιστα σημεία όπου χρειάστηκε να καταφύγω σε ατελή ρίμα). Οι περισσότεροι (Σεφέρης, Κύρου, Παμπούδη, Βλαβιανός κ.λπ.) αποφεύγουν τελείως την ομοιοκατάληκτη απόδοση και ορισμένοι, όπως ο Σταμπουλού, την αποδίδουν εν μέρει (το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στα Τέσσερα Κουαρτέτα, αλλά δεν είναι της παρούσης). Ως προς τη μετάφραση των τμημάτων που αφαιρέθηκαν, αυτή έγινε μέσα στον Αύγουστο του 2020 με την ίδια μέριμνα σχετικά με την ομοιοκατάληκτη απόδοση όπου υπάρχει ρίμα στο πρωτότυπο. Νομίζω ότι τα περικομμένα σημεία δεν διατίθενται στο διαδίκτυο, όχι αρκετά εξ αυτών τουλάχιστον, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί εύκολα η δουλειά μου. Ωστόσο, δεν χρειάστηκε να παραλλάξω το νόημα του πρωτοτύπου για τις ανάγκες της ρίμας.

Ο αναγνώστης, διαβάζοντας το ποίημα, καταλαβαίνει γρήγορα ότι η συντριπτική πλειονότητα των κομμένων τμημάτων είναι μιμήσεις. Κατά τη γνώμη μου και κρίνοντας εξ ιδίων (δεν είναι ταυτοσημία αυτό), ο Eliot δεν είχε την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση ώστε να δημιουργήσει κάτι που να μην πατάει εν μέρει κάπου αλλού και αυτό έβλαπτε το ποίημά του. Ο Pound από την άλλη, που ξεχείλιζε από αυτοπεποίθηση, λειτούργησε ως ένα πολύτιμο αντίβαρο. Δεν θεωρώ ότι επέβαλε το όραμά του στον Eliot· τον βοήθησε να φανερώσει το δικό του και ίσως ως έναν βαθμό να το συνειδητοποιήσει. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζω τη συμβολή του Pound στην Έρημη Γη ως υπόδειγμα κριτικού σχολιασμού για το πώς να σώσεις ένα ποίημα από τον εαυτό του.

Όσα σημεία διαφέρουν ή αφαιρέθηκαν από την τελική εκδοχή, γράφονται με κόκκινο χρώμα. Όταν το κόκκινο καλύπτει στροφές ολόκληρες, οι στροφές αυτές λείπουν τελείως. Όταν χρησιμοποιείται πιο περιορισμένα, ιδίως μέσα στο σώμα του γνωστού κειμένου, συνήθως μιλάμε για αλλαγές, παραλλαγές, αναδιαρθρώσεις, μικροαφαιρέσεις ή μικροπροσθήκες. Αν ενδιαφέρεται να εξετάσει αυτές τις πιο λεπτομερείς αποκλίσεις, ο αναγνώστης θα χρειαστεί να διαβάσει το κείμενο αντικριστά με την κανονική μετάφραση που έχω σε μιαν άλλη ανάρτηση (και που είναι ολόιδια με αυτήν μ’ εξαίρεση τις αλλαγές) ή/και με το πρωτότυπο. Μια διαφορετική μέθοδος θα ήταν να διαβαστούν οι δύο μεταφράσεις η μία μετά την άλλη και όχι αντικριστά ώστε να προηγηθεί μια εντύπωση πριν προβεί κανείς στην ανάγνωση της τελικής εκδοχής. Αν πάντως ο αναγνώστης επιλέξει να το αντιπαραβάλει με τη μετάφραση κάποιου άλλου που μπορεί να διαθέτει, η διαδικασία θα είναι πιο δύσκολη και μπερδεμένη, καθότι οι ίδιες λέξεις θα είναι διαφορετικά μεταφρασμένες και συνήθως με διαφορετική συντακτική σειρά.

Η ΕΡΗΜΗ ΓΗ

«Έζησε πάλι τη ζωή του με κάθε λεπτομέρεια πόθου, πειρασμού, και υποταγής κατά την διάρκεια αυτής της υπέρτατης στιγμής της απόλυτης γνώσης; Κραύγασε μ’ έναν ψίθυρο για μια εικόνα, για ένα όραμα – κραύγασε δυο φορές, με μια κραυγή που δεν ήταν παρά μία ανάσα:

Η φρίκη! Η φρίκη!”»

Conrad.

ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ:

Μέρος Ι.

Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ.

Πρώτα ήπιαμε ένα-δυο ποτά στου Τομ,

Ήταν κι ο Τομ εκεί, λιάρδα, δεν έβλεπε,

(Δεν θυμάσαι εκείνη τη φορά μετά από τον χορό,

Ημίψηλα και τέτοια, εμείς κι ο Σιλκ Χατ Χάρι,

Κι ο γερο-Τομ μας πήγε πίσω, εβγάλε μια σαμπάνια

Κι η Τζέιν, γριά γυναίκα του· και πείσαμε τον Τζο να τραγουδήσει

«Είμαι περήφανος για το ιρλανδικό μου αίμα,

Κανένας δεν μπορεί να βγάλει κιχ για μένα»).

Κατόπιν φάγαμε κανονικά, καπνίσαμε τσιγάρα.

Όταν μπήκαμε στο σόου, πρώτο τραπέζι,

Πήγα το πόδι μου να βάλω στο κατώγι, κι έσκουξε η κοπέλα,

Ποτέ δε με συμπάθησε, καλός τύπος — αλλ’ άγριος·

Την επόμενη στιγμή, έξω στον δρόμο, Αχ είχε κρύο!

Πότε θα κάτσεις ήρεμα; Περάσαμε από τ’ Opera Exchange,

Κατεβάσαμε λίγο τζιν, παίξαμε με τους φελλούς,

Ήταν εκεί κι ο κ. Φέι, τραγουδούσε το “The Maid of the Mill”·

Μετά σκεφτήκαμε να φύγουμε να πάμε καμιά βόλτα.

Τότε χάσαμε τον Στηβ.

Εμφανίστηκα μια ώρα αργότερα στης Μιρτλ.

Τι θες, λέει, στις δύο η ώρα το πρωί,

Δεν νταραβερίζομαι με τύπους σαν κι εσένα·

Μας την πέσανε οι μπάτσοι μόλις μια βδομάδα πριν, δεύτερη παρατήρηση.

Λοχία, του ’πα, έχω σπίτι τακτικό είκοσι χρόνια τώρα,

Είναι τώρα πάνω τρεις κύριοι από το Buckingham Club,

Θα φύγω θα πάω να ζήσω σε μια φάρμα, λέει,

Δεν έχει χρήμα τώρα πια, με όλες τις ζημιές,

Και τη φήμη που ’χει το μέρος, εξαιτίας μερικών μπεκρήδων,

Σπίτι καθαρό είκοσι χρόνια, λέει,

Κι οι κύριοι από το Buckingham Club ξέρουν ότι είναι ασφαλείς εδώ·

Καλά σε σύστησαν, αλλά δεν βάζω άλλους.

Φέρε μου μια γυναίκα, είπα· είσαι μεθυσμένος, είπε,

Μα μου ’δωσε κρεβάτι, μπάνιο, μπέικον κι αυγά,

Και τώρα τράβα να ξυριστείς, είπε· γέλασα πολύ,

Η Μιρτλ ήταν πάντα κουλ κοπέλα»).

Είχαμε προχωρήσει λίγο στο σοκάκι, ένας μπάτσος μας πλησίασε,

Ψάχνοντας για φασαρίες· διαπράττετε παράπτωμα, είπε,

Για ’λάτε στο τμήμα. Συγγνώμη, είπα,

Δεν έχει σημασία, είπε· αφήστε με να πάρω το καπέλο μου, είπα.

Ε λοιπόν ω της τύχης ποιος ξεφύτρωσε, ο κ. Ντόνοβαν.

Τι ’ν’ αυτά, αστυνόμε. Είσαι νέος στο πόστο, ε;

Καλά κατάλαβα. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ξέρω,

Είπε ο φρέσκος μπάτσος, τσαντισμένος. Τότε κάν’ τηνα,

Αυτοί οι κύριοι είναι καλοί μου φίλοι.

—Δεν ήταν τύχη; Μετά πήγαμε στο German Club,

Εμείς κι ο κ. Ντόνοβαν κι ο φίλος του Τζο Λίχι,

Ήταν κλειστό. Θέλω να πάω σπίτι, είπε ο ταρίφας,

Όλοι γυρνάμε σπίτι από τον ίδιο δρόμο, είπε ο κ. Ντόνοβαν,

Χαλάρωσε, Τρίξι και Στέλλα· κι έβγαλε το πόδι του απ’ το παράθυρο.

Την επόμενη στιγμή το παλιό ταξί σερνόταν στην λεωφόρο,

Και ο ταρίφας κι ο μικρός Μπεν Λέβιν, ράφτης,

Αυτός που ’χε διαβάσει και Τζορτζ Μέρεντιθ,

Τρέχανε εκατό μέτρα για ένα στοίχημα,

Κι ο κ. Ντόνοβαν κρατούσε το χρονόμετρο.

Οπότε βγήκα για να δω το χάραμα και περπάτησα ως το σπίτι.

* * * *

Απρίλης είναι ο άσπλαχνος μήνας, γεννώντας

Πασχαλιές μέσα απ’ τη χέρσα γη, νοθεύοντας

Τη μνήμη με τον πόθο, ξεσηκώνοντας

Ρίζες αδρανείς μ’ εαρινή βροχή.

Ο χειμώνας μας κρατούσε ζεστούς, σκεπάζοντας

Το χώμα με χιόνι της λήθης, θρέφοντας

Ελάχιστη ζωή με ξεραμένους βολβούς.

Το θέρος μας ξάφνιασε, ερχόμενο πάνω από την Κούνιγκζι

Καβάλα σε μια μπόρα· σταθήκαμε σε μια καμάρα των κολώνων

Και συνεχίσαμε με ηλιόφως, μες στο Χόφγκαρτεν,

Κι ήπιαμε καφεδάκι, και κουβεντιάσαμε για καμιάν ώρα.

Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutch.

Κι όταν ήμασταν παιδιά, που μέναμε στου αρχιδούκα,

Του ξαδέρφου μου, με πήρε πάνω σ’ ένα έλκηθρο,

Κι ήμουν φοβισμένη. Είπε, Μαρί,

Μαρί, κράτα γερά. Και χυθήκαμε έτσι στη βουνοπλαγιά.

Στα βουνά, εκεί νιώθεις ελεύθερος.

Διαβάζω, το πολύ της νύχτας, και τραβάω τον χειμώνα προς στο νότο.

* * * *

Ποιες είναι οι ρίζες που αδράχνουν, ποια κλαδιά φυτρώνουν

Μέσα από αυτή την πέτρινη χωματερή; Υιέ του ανθρώπου,

Δεν μπορείς να πεις, ή να εικάσεις, αφού γνωρίζεις μόνον

Έναν σωρό εικονικών θρυψάλων, εκεί οπού χτυπά ο ήλιος,

Και το πεθαμένο δέντρο άσυλο δεν δίνει, ούτε ανάσα ο γρύλος,

Και η πέτρα ξερή ήχο νερού κανέναν. Μόνο

Κάτω απ’ αυτόν τον κόκκινο βράχο υπάρχει σκιά,

(Κόπιασε στη σκιά αυτού του κόκκινου βράχου)

Και θα σου φανερώσω κάτι διαφορετικό

Απ’ τη σκιά σου το πρωί που δρασκελίζει πίσω σου

Ή τη σκιά σου σούρουπο που ορθώνεται να σμίξει·

Τον τρόμο θα σου φανερώσω σε μια χούφτα στάχτη.

* * * *

Frisch weht der Wind

Der Heimat zu

Mein Irisch Kind,

Wo weilest du?

«Μου πρωτόδωσες υάκινθους έναν χρόνο πριν ·

Με αποκάλεσαν υακίνθινη κοπέλα».

—Αλλά όταν γυρίσαμε, αργά τη νύχτα, από τον κήπο του Υάκινθου,

Η αγκαλιά σου γεμάτη, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα

Να μιλήσω, και τα μάτια μου έσβηναν, δεν ήμουνα

Ούτε ζωντανός ούτε νεκρός, και δε γνώριζα τίποτα,

Ατενίζοντας το φυλλοκάρδι του φωτός, τη σιωπή.

Oed’ und leer das Meer.

Η μαντάμ Σόσοστρις, το φημισμένο μέντιουμ,

Είχε ένα γερό συνάχι, μολαταύτα

Φέρεται ως η πιο γνωστική γυναίκα στην Ευρώπη,

Με μια δαιμόνια τράπουλα. Ιδού, είπε,

Το χαρτί σου, ο πνιγμένος Ναύτης της Φοινίκης.

(Τούτες ‘δω οι πέρλες κάποτε ήταν τα μάτια του. Κοίτα!)

Να κι η Μπελλαντόνα, η Κυρά των Βράχων,

Η κυρά των περιστάσεων.

Να ο άνδρας με τις τρεις ράβδους, και να ο Τροχός,

Να κι ο μονόφθαλμος έμπορος, κι αυτό το χαρτί,

Που είναι κενό, είναι κάτι που κουβαλά στη ράχη,

Που απαγορεύεται να δω. Δεν βρίσκω

Τον Κρεμασμένο. Φοβού τον θάνατο μες στο νερό.

Θωρώ ανθρώπων πλήθη, να περιφέρονται κυκλώνοντας.

(Εγώ, ο Ιωάννης, τα είδα αυτά τα πράγματα και τα άκουσα).

Ευχαριστώ. Αν δεις την αγαπητή κυρία Ίκουιτον,

Πες της φέρνω τ’ ωροσκόπιο εγώ η ίδια,

Πρέπει κανείς να προσέχει τέτοιαν εποχή.

Φριχτή Πολιτεία, έχω δει κατά καιρούς και βλέπω ακόμη

Κάτω από την καφετιά ομίχλη μιας χειμερινής αυγής,

Ένα πλήθος χυμένο πάνω στη Γέφυρα του Λονδίνου, τόσοι,

Δεν πίστευα ότι ο θάνατος είχε τόσους πολλούς σκοτώσει.

Στεναγμοί, βραχείς και σποραδικοί, ξέφευγαν,

Και καθείς καθήλωνε μπροστά στα πόδια του το βλέμμα.

Συρρέοντας στο λόφο πάνω και κάτω στην οδό Βασιλέως Γουλιέλμου,

Στον τόπο που η Παναγιά του Γούλνοθ κρατούσε χρόνο

Με έναν κούφιο ήχο στον στερνό χτύπο των εννέα.

Εκεί είδα έναν γνωστό μου, τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Ε, Στέτσον!

Εσύ που ήσουν μαζί μου στις Μύλες στα καράβια!

Εκείνο το κουφάρι που φύτεψες πέρυσι στον κήπο σου,

Μπας κι άρχισε να βλασταίνει; Θ’ ανθήσει φέτος;

Ή μήπως ο απότομος παγετός πείραξε την πρασιά;

Αχ τον Σκύλο κράτα μακριά, είναι φίλος των ανθρώπων,

Ειδάλλως με τα νύχια του θα το ξεθάψει ξανά!

Εσύ! Hypocrite lecteur! –mon semblable,- mon frère!»

ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ:

Μέρος ΙΙ.

ΜΕΣ ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙ.

Το Κάθισμά της, σαν στιλβωμένος θρόνος,

Λαμπύριζε στο μάρμαρο, όπου ο αιωρούμενος καθρέφτης

Στηριγμένος σε στύλους σφυρήλατους με χρυσαφένια κλήματα

Απ’ όπου πρόβαλε ένας τρυφερός Ερωτιδέας

(και κάποιος έκρυβε τα μάτια του πίσω απ’ την φτερούγα)

Διπλασίαζε τις φλόγες των εφτάκλωνων κηροπηγίων

Καθρεφτίζοντας φως στο τραπέζι επάνω καθώς

Η μαρμαρυγή των κοσμημάτων της ορμούσε για να σμίξουν,

Από σατέν κασετίνες ξέχειλες στην άφθονη υπερβολή ·

Σε φιαλίδια από φίλντισι και έγχρωμο γυαλί

Ελεύθερα, ελλόχευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά αρώματά της,

Αλοιφές, υγρά, ή πούδρες- συσκότιζαν, αναστάτωναν,

Και έπνιγαν την αίσθηση μες στις οσμές · ξεσηκωμένες από τον αέρα

Που δρόσιζε από το παράθυρο, αυτές υψώνονταν

Φαρδαίνοντας τις επιμήκεις φλόγες των κεριών,

Έφτυναν την κάπνα τους μες στα φατνώματα

Διεγείροντας του ταβανιού το σχέδιο.

Πάνω στο τζάκι τεράστια θαλάσσια ξύλα ενδεδυμένα με χαλκό,

Έλαμπαν πράσινα και πορτοκαλιά, πλαισιωμένα μ’ έγχρωμη πέτρα,

Που μέσα στο θλιμμένο τούτο φως δελφίνι κολυμπούσε σκαλιστό.

Πάνω από της εστίας την παλιά κορνίζα διαδραματιζόταν

Στην μπογιά, μα τόσο ζωντανά, που νόμιζες

Σαν ν’ άνοιγε παράθυρο στην βουκολική σκηνή

Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, τόσο στυγνά βιασμένης

Από τον βάρβαρο βασιλιά· ωστόσο εκεί η αηδόνα

Γέμιζε όλη την έρημο με αβεβήλωτη λαλιά

Κι ακίνητη εκείνη κραύγαζε, κι ακίνητος ο κόσμος κυνηγάει,

«Γιαγκ Γιαγκ» στ’ ακάθαρτο αυτί του θανάτου.

Κι άλλα παραμύθια, απ’ τα παλιά θρύψαλα, τα ματωμένα σύνορα του χρόνου

Ιστορούνταν στους τοίχους· όπου μορφές καρφωμένες

Έγερναν, σκυφτές, εδραιώνοντας στην αίθουσα σιγή.

Βήματα συρθήκαν στα σκαλιά.

Κάτω από τη λάμψη, κάτω από τη βούρτσα, τα μαλλιά

Της άνοιξαν σε πύρινες της βούλησης μικρές αιχμές

Άστραψαν σε λέξεις, ύστερα έμειναν απάνθρωπα ακίνητες.

«Τα νεύρα μου είναι άσχημα απόψε. Ναι, άσχημα. Μείνε πλάι μου.

Μίλα μου. Γιατί ποτέ δε μου μιλάς; Μίλα.

Τι έχεις στο μυαλό σου; Τι σκέφτεσαι; Τι;

Ποτέ δεν ξέρω τι σκέφτεσαι. Σκέψου».

Σκέφτομαι πως είμαστε στων αρουραίων το σοκάκι

Εκεί που οι νεκροί απώλεσαν τα κόκαλά τους.

«Τι ‘ν’ αυτός ο θόρυβος

Ο άνεμος κάτω απ’ την εξώθυρα.


«Τι ‘ναι τώρα αυτός ο θόρυβος; Τι κάνει ο άνεμος

Κουβαλάει

Μακριά τους μικρούς ανάλαφρους νεκρούς.

«Τίποτα δεν ξέρεις; Τίποτα δε βλέπεις; Μήπως θυμάσαι

Τίποτα

Θυμάμαι

Τον κήπο των υάκινθων. Τούτες ‘δω οι πέρλες κάποτε ήταν τα μάτια του.

«Είσαι ζωντανός, ή όχι; Υπάρχει τίποτα μες στο κεφάλι σου

Μα

Α Α Α Α η σαιξπηχήρεια τούτη Φάρσα—

Είναι τόσο κομψή—

Τόσο έξυπνη—

«Τι να κάνω τώρα; Τι να κάνω;

Θα ορμήσω έξω όπως είμαι, και θα σεργιανίσω στους δρόμους

Με τα μαλλιά μου λυτά, έτσι. Τι λες να κάνουμε αύριο;

Τι θα κάνουμε τέλος πάντων;»

Στις δέκα το ζεστό νερό.

Κι αν βρέξει, στις τέσσερις ένα κρατημένο όχημα.

Και θα παίξουμε μια παρτίδα στη σκακιέρα:

Οι φιλντισένιοι άντρες συντροφιά μας εδώ πέρα

Πιέζοντας μάτια αβλέφαρα, αναμένοντας τον χτύπο στην εξώθυρα.




Όταν ο άντρας της Λιλ ερχόταν από τον στρατό, είπα—

Δεν τα μάσησα, της είπα εγώ η ίδια,

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

Τώρα που ‘ρχεται ο Άλμπερτ, σουλουπώσου κατιτίς.

Θα θέλει να μάθει που πήγαν εκείνα τα λεφτά που σου ‘δωκε

Για να φτιάξεις κάνα δόντι. Στα ‘δωκε, ήμουνα εκεί.

Βγαλ’ τα όλα, Λιλ, και πάρε μια καλή μασέλα,

Είπε, Τ’ ορκίζομαι, δεν αντέχω να σε βλέπω.

Κι ούτε εγώ δεν μπορώ, είπα, και σκέψου τον Άλμπερτ τον κακόμοιρο,

Τέσσερα χρόνια στο στρατό, θέλει να περάσει καλά,

Κι αν εσύ δεν το φροντίσεις, υπάρχουν άλλες πάμπολλες, είπα.

Άλλες γυναίκες, είπε. Κάπως έτσι, είπα.

Τότε θα ξέρω ποια να ‘φχαριστήσω, είπε, και με κοιτά στα μάτια.

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

Όχι, κυρία μου, μη μου το παίζεις χαμηλοβλεπούσα εμένα, είπα.

Άλλες διαλέγουν και παίρνουν αν εσύ δεν μπορείς.

Αν όμως ο Άλμπερτ την κάνει, μην πεις ότι δε στο ‘πα.

Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι, είπα, να φαίνεσαι τόσο γριά.

(Και ‘κείνη μόλις τριάντα ένα.)

Δεν φταίω ‘γω, είπε, κατεβάζοντας τα μούτρα της,

Φταίνε τα χάπια που ‘πια, για να το ρίξω, είπε.

(Έχει πέντε κιόλας, και λίγο ήθελε να τα τινάξει στο μικρό Τζορτζ.)

Ο φαρμακοποιός είπε πως όλα θα πήγαιναν καλά, μα ποτέ δεν έγινα σαν πρώτα.

Είσαι εντελώς ηλίθια, είπα.

Ε, αφού ο Άλμπερτ δε σε παρατάει, τι περιμένεις, είπα,

Θέλεις να τον κρατήσεις στο σπίτι, φαντάζομαι.

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

Την Κυριακή εκείνη που ο Άλμπερτ ήταν σπίτι, είχαν ζεστό χοιρομέρι,

Και με κάλεσαν να φάμε, να το χαρώ ζεστό—

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

Καληνύχτα Μπιλ. Καληνύχτα Λου. Καληνύχτα Τζορτζ. Καληνύχτα.

Φχαστώ, φχαστώ. Καληνύχτα. Καληνύχτα.

Καλή νύχτα, κυρίες, καλή νύχτα, γλυκές κυρίες, καλή νύχτα, καλή νύχτα.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ.

Από μια αχτίδα του ήλιου μαλωμένη της εσπέρας,

Και τα γοργά πλησιάσματα της κλέφτικης ημέρας,

Η λευκοχέρα Φρέσκα βλεφαρίζει, χασμουριέται, χαίνει,

Από όνειρα έρωτα και βιασμών γλυκών ερεθισμένη.

Ηλεκτρικά καλέσματα από το δραστήριο κουδούνι, πάντα

Φέρνουν για σπάσιμο του μαγικού τη σβέλτα Αμάντα·

Μ’ ένα βήμα βαρύ πληβείο, χέρια που ’χουνε τραχύνει

Τραβάει την κουρτίνα γύρω απ’ τη βερνικωμένη κλίνη,

Αφήνοντάς της καταπώς τον δίσκο που γυαλίζει

Με σοκολάτα που ηρεμεί, ή με τσάι που ερεθίζει.

Αφήνοντας τ’ αφρώδες ρόφημά της να κρυώσει,

Η Φρέσκα ξεγλιστράει ησύχως, να εκκενώσει,

Όπου μια ιστορία ελεεινή του Ρίτσαρντσον

Την διευκολύνει η πράξη της να γίνει παρελθόν.

Κατόπιν πίσω στα συνειδητά σεντόνια πάει

Κι εξερευνά του Γκίμπον μια σελίδα ώσπου να φάει.

Τα χέρια της του αυγού χαϊδεύουν τον σαν σφαίρα δόμο,

Βυθίζεται στον ρεμβασμό, προσμένοντας τον ταχυδρόμο.

Το τι της γράφουν μ’ ένα βλέμμα θα καταβροχθίσει,

Μετά τις έμπειρες δυνάμεις της αφιερώνει ν’ απαντήσει.

«Πώς είσαι, αγαπημένη; Εγώ δε νιώθω ωραία,

Κι ούτε ένιωθα, από τότε που σε είδα στην αυλαία.

Ελπίζω να μη σου στερεί τίποτα τη χαρά,

Και να σου παν τα πράγματα καλύτερα.

Εχθές πήγα —από απελπισμένη βαρεμάρα πιο πολύ—

Στης Λαίδης Κλάινγουρμ το πάρτι — ποιος ήταν εκεί;

Α, μα της Λαίδης Κλάινγουρμ ο κόσμος — μα κανείς με σημασία—

Κάποιος τραγούδησε, κι η Λαίδη Κλάινγουρμ όλο πολυλογία.

Και τι διαβάζεις τώρα; Τίποτα καινούργιο καποιανού;

Έχω ένα έξυπνο βιβλιαράκι από τον Ζιραντού.

Μονάχα έξυπνο, θαρρώ. Έχω πολλά να πω—

Μα δεν μπορώ να σου τα πω —έτσι είμαι εγώ—

Και πότε θα βρεθούμε — πες μου όσα έχεις κανονίσει·

Κι όλα για σένα και με ποιούς έχεις γυρίσει—

Και πότε στο Παρίσι; Πρέπει τώρα να σου γνέψω το μαντήλι,

Αγαπημένη, πίστεψέ με, η πιστή σου

φίλη».

Με τούτο ξεμπερδεύοντας, πάει προς την αχνιστή μπανιέρα,

Τις μπούκλες ν’ ανεμίζουν Έρωτες μικροί που φτερουγίζουν πέρα·

Αρώματα, φτιαχτά από τους πανούργους Γαλλία,

Καλύπτουν την γνωστή βαριά γυναίκεια δυσωδία.

H Φρέσκα! Θα ’ταν σ’ άλλο χρόνο κι άλλο τόπο αυτή:

Μια ταπεινή που κλαίει στα κρυφά Μαγδαληνή.

Αμαρτημένη παρά αμαρτηλή, με μώλωπες και σπιλωμένη,

Του βάρδου η γελαστή τεμπέλα Τζένι.

(Η ίδια αιώνια φαγούρα που τα καταπίνει όλα

Μπορεί να φτιάξει μάρτυρα, ή μιαν απλή καριόλα)·

Ή ένα φρόνιμο και πονηρό οικιακό γατάκι,

Ή το φθινόπωρο ’ν’ αγαπητό σ’ επιπλωμένο διαμερισματάκι,

Ή μια βρωμιάρα σε κιτς τουαλέτα τριγυρνά με σχόλη,

Ένα σκαλί χεσμένο από κάθε σκυλί στην πόλη.

Για διάφορε μορφές, σωστές αυτές οι λέξεις:

Αναληθή αισθήματα κι αληθινές ορέξεις.

Γυναίκες που διανοουμένισαν δεν το ’χουνε συμφέρον,

Που πληκτικές χάνουν την φυσική σπιρτάδα των εταίρων.

Η Φρέσκα είχε μέσα στ’ αφρώδες κύμα βαφτιστεί

Των Σίμοντς— Γουόλτερ Πέιτερ— Βέρνον Λι.

Σκανδιναβοί συχνά την είχανε συγχίσει

Και Ρώσοι σ’ υστερία την είχαν οδηγήσει.

Από τέτοιο χαοτικό κουβάρι, ποτπουρί

Τι ν’ αναμένουμε παρά την ποίηση;

Όταν δεν την αφήνουνε να κοιμηθεί τα βράδια,

Τι κι άμα γράψει ποίηση, τι κι αν μετρά κουράδια.

Κι αυτά τα βράδια όταν η Φρέσκα κείται μόνη,

Σε τόνους τόσο ζοφερούς στιχάκια σημειώνει

Που η μετρημένη κριτική το ύφος της αποθεώνει.

Όχι ακριβώς ενήλικη, ούτε και παιδάκι ακόμη,

Η μοίρα την αδίκησε κι η ψεύτικη των φίλων γνώμη,

Η Φρέσκα έφτασε (Εννέα Μούσες διαλαλούν)

Να διοργανώνει το κανκάν μες στο σαλούν.

Αλλά στην ράχη μου ακούω σε μια ψυχρή ριπή

Κροτάλισμα κοκάλων κι ένα χάχανο απ’ αυτί σ’ αυτί.

Ένας αρουραίος γλίστρησε απαλά μέσα απ’ τη βλάστηση

Σέρνοντας τη γλοιώδη του κοιλιά πάνω στην όχθη

Ενώ εγώ ψάρευα στο θολό κανάλι

Ένα χειμερινό σούρουπο γύρω απ’ το γκαζάδικο

Συλλογιζόμενος του βασιλιά αδελφού μου το ναυάγιο

Και του βασιλιά πατέρα μου τον θάνατο πριν από ‘κείνον.

Άσπρα σώματα γυμνά στο χαμηλό μουσκεμένο χώμα

Και ερριμένα κόκαλα στο χαμηλό στεγνό πατάρι,

Κροτάλιζαν από το πόδι του αρουραίου μόνο, χρονιά τη χρονιά.

Αλλά στη ράχη μου πότε πότε ακούω ξανά

Τον ήχο από την κόρνα και τη μηχανή

που θα φέρουν τον Σουίνι στην κυρία Πόρτερ άνοιξη εποχή.

Α το φεγγάρι άστραφτε στην κυρία Πόρτερ λαμπερό

Και στη μικρούλα της κοπέλα

Πλένανε τα πόδια τους σε σόδα με νερό

Et o ces voix d’ enfants, chantant dans le coupole!

Τουίτ τουίτ τουίτ τουίτ τουίτ τουίτ

Τηρέα τηρέα

Τόσο στυγνά βιασμένη.

Τηρ

Χιμαιρική πολιτεία, έχω δει κατά καιρούς και βλέπω ακόμη

Κάτω από την καφετιά ομίχλη μιας χειμερινής σου μεσημβρίας

Τον κ. Ευγενίδη, τον έμπορα απ’ τη Σμύρνη

Αξύριστο, με τσέπη γεμάτη σταφίδες

(C.i.f. London: φορτωτικές άμα τη εμφανίσει),

Με προσκάλεσε με γαλλικά αγοραία

Να πάμε για φαΐ στην Κάνον στο ξενοδοχείο

Κι ίσως για ένα Σ/Κ στο Μετροπόλ.

Τουίτ τουίτ τουίτ

Γιαγκ γιαγκ γιαγκ γιαγκ γιαγκ γιαγκ

Τηρέα

Αχ χελιδόνα χελιδόνα

Τηρ

Λονδίνο, το συρρέον πλήθος που σκοτώνεις και κυοφορείς,

Συνωστισμένο εκεί στ’ ανάμεσο τσιμέντου κι ουρανού,

Αποκρινόμενο σε κάθε ανάγκη της στιγμής,

Δονείται ασύνειδο του επίσημού του ριζικού,

Μην ξέροντας πώς να σκεφτεί, ούτε πώς να νιώσει από την άλλη,

Ζει μόνο στις μεταμορφώσεις του παρατηρητικού ματιού.

Λονδίνο, ο κόσμος σου έχει το τιμόνι στην αγκάλη!

Νάνοι φασματικοί, σκάβουν σε τούβλο, πέτρα και στ’ ατσάλι!

Κάποια μυαλά, που παρεκκλίνουν από τις ισορροπίες

(Λονδίνο, ο κόσμος σου έχει το τιμόνι στην αγκάλη!)

Σημειώνουν των παιχνιδιών του δρόμου τις περιοδείες

Το κρυπτογράφημα εντοπίζουν που μπορεί να ’χει φωλιάσει

Μέσα σ’ αυτές τις φευγαλέες εντυπώσεις απ’ τις φασαρίες

Της κίνησης και απ’ τη φωτοβολή!

Όχι εδώ, ω Αδείμαντε, μα σε μιαν άλλη πλάση.

Στην ιώδη ώρα όταν τα μάτια κι η ράχη και το χέρι

Σηκώνονται από το γραφείο, όταν η ανθρώπινη προσμένει μηχανή—

Σαν τα ταξί που περιμένουν σφύζοντας σε κάποια μέρη—

Ώστε ηδονή να φέρουν μέσα από το κέρας μίας πύλης ή το φίλντισι,

Εγώ ο Τειρεσίας, τυφλός, δονούμενος ανάμεσα σε δυο ζωές, ήτοι

Γέρος με στήθη ζαρωμένα θηλυκά, μπορώ να δω

Στην ιώδη ώρα, του σούρουπου την ώρα που στο σπίτι

Μοχθεί να φτάσει, και φέρνει πίσω από τη θάλασσα το ναυτικό,

Στο σπίτι την δακτυλογράφο στου τσαγιού την ώρα,

Μαζεύει τα του πρωινού, ανάβει και το μάτι,

Απλώνει τις κονσέρβες του άθλιου φαγητού της τώρα,

Προετοιμάζει το δωμάτιο και το τακτοποιεί κατάτι.

Έξω από το παράθυρο, με κίνδυνο απλωμένα

Τα εσώρουχά της που τ’ αγγίζουν οι ηλιαχτίδες οι στερνές,

Και στο ντιβάνι της (το βράδυ είναι κρεβάτι) στοιβαγμένα

Κάλτσες, πουκαμίσες βρώμικες κι ένας κορσές.

Καθώς πλαγιάζει την σκεπάζει μία ρόμπα κιμονό

Στου παραθύρου το περβάζι άνευρα αποχαυνωμένη,

Μια υποψία τέχνης της προσφέρει το ψευτο-ιαπωνικό

Σχέδιο, από την Όξφορντ Στριτ αγορασμένη.

Εγώ, ο Τειρεσίας, γέρος με τα ζαρωμένα μου μαστάρια

Εννόησα και προφήτεψα την κατοπινή σκηνή –

Γνωρίζοντας τη συμπεριφορά που ’χουν τ’ ακάρεα

Κι εγώ περίμενα τον επισκέπτη με υπομονή.

Νεαρός εικοσιενός, στο πρόσωπό του ακμή,

Απ’ τους απλούς αργόσχολους που ’ναι πληθώρα,

Που έξω στον δρόμο ίσως να τον είχαμε δει

Του πρωινού ή και της νύχτας όποιαν ώρα.

Η περηφάνια δεν τον έχει εξάψει με φιλόδοξη οργή,

Με τρίχες λαδωμένες και γεμάτες πιτυρίδα,

Ίσως η κλίση του να ’χει να κάνει και με τη σκηνή—

Δεν είναι ξύπνιος αρκετά, στον χώρο αυτό δεν έχει ελπίδα.

Εκείνος, ο νεαρός σπυριάρης, θα κοιτάξει

Τριγύρω τολμηρά, και στου «Λονδίνου ένα καφέ»,

Και αεράτος συνεχίζοντας θα της πετάξει

Με ύφος, «Ήμουν με τον Νέβινσον πριν, ε».

Ίσως υπάλληλος ατζέντη μικροεταιρείας, προχωρεί

Καθημερνά, από σπίτι σ’ άλλο σπίτι μ’ ένα βλέμμα τολμηρό,

Απ’ τους πληβείους που φοράνε την αυτοπεποίθηση

Όπως λεφτάς του Μπράντφορντ το μεταξένιο ημίψηλο.

Και μασουλάει με την ίδια επίμονη ματιά του

Έχει τον τρόπο του με τις γυναίκες, τι να πεις!

Με θράσος γέρνει πιο πίσω στο κάθισμά του,

Ρίχνει τη στάχτη του τσιγάρου καταγής.

Η στιγμή είναι τώρα πρόσφορη, καθώς νομίζει,

Το δείπνο τέλειωσε, νυστάζει, πλήττει εκείνη,

Να την απασχολήσει με χάδια αυτός πασχίζει

Που κείνη πάντως, αν δε θέλει, δεν αποθαρρύνει.

Μ’ έξαψη και σιγουριά, αμέσως της ορμά,

Τα χέρια ψάχνοντας δε συναντούν αντίσταση καμία·

Η έπαρσή του αντίδραση δεν επιζητά,

Και καλωσορίζει την αδιαφορία.

(Κι εγώ ο Τειρεσίας ήδη τα ’χω καρτερήσει

Όσα έχουν στο ντιβάνι αυτό —κρεβάτι— τελεστεί·

Εγώ που έχω κάτω από τα τείχη στις Θήβες καθίσει

Που ’χω στους ταπεινότερους νεκρούς περιφερθεί.)

—Ενα στερνό συγκαταβατικό φιλάκι της χαρίζει,

Και βρίσκει ψηλαφώντας σκοτεινές τις σκάλες·

Και στη γωνία που ’ν’ ο στάβλος, δεν συνεχίζει,

Στέκεται, κατουράει, ρίχνει δυο ροχάλες.

Γυρίζει εκείνη στον καθρέφτη μια στιγμή,

Της αναχώρησης του εραστή περίπου εν γνώσει·

Απ’ το μυαλό μια σκέψη ίσως να της περνάει μισή:

«Πάει λοιπόν κι αυτό: και χαίρομαι που ’χει τελειώσει».

Όταν γλυκιά γυναίκα πέφτει σ’ ασυλλογισιά

Και στο δωμάτιο πάλι μόνη βηματίζει, πιέζει,

Ισιώνει με μηχανικές κινήσεις τα μαλλιά,

Και βάζει το γραμμόφωνο να παίζει.



«Αυτή η μουσική γλίστρησε πλάι μου πάνω στα ύδατα»

Και κατά μήκος του Στραντ και πάνω στον χλωμό ανήφορο της οδού Κάννον,

Να ξεθωριάζει πια, πίσω από τα πόδια μου που φτερά κάνουν.

Εκεί που ο πύργος είναι ενάντια στη νύχτα χαραχτός

Του Paternoster Μιχαήλ, ο ερυθρόλευκος.

Α Πολιτεία πολιτεία, έχω ακούσει πού και πού κι ακούω ακόμη

Στην κάτω οδό του Τάμεση έξω από ένα καπηλειό,

Την τερπνή κλάψα κάποιου μαντολίνου

Και μια βαβούρα και μουρμούρα από την μπάρα

Όπου οι ψαράδες ραχατεύουν μεσημέρι, εκεί όπου οι τοίχοι

Του Μάγνου Μάρτυρα στέκονταν, στέκονται και διατηρούν

Το εύθυμο θάμβος του λευκόχρυσου Κορινθιακού.

Το ποτάμι ιδρώνει

Πετρέλαιο και πίσσα

Οι μαούνες πλανώνται

Με τα λικνιστά νερά

Κόκκινα κυματίζουν άρμενα πλατιά

Προς το απάγκιο,

Σ’ άλμπουρο βαρύ μπρος-πίσω.

Οι μαούνες ξεβράζονται,

Πλήθος πλανήτων ξύλων,

Πέρα από το Γκρήνουιτς

Πέρα από το Νησί των Σκύλων.

Βεϊάλαλα λεϊά

Βάλλαλα λεϊάλαλα

Ελίζαμπεθ και Λέστερ.

Να τραβούν κουπί.

Μαούνα καμωμένη

Με κοχύλια επίχρυσα

Κόκκινη και χρυσαφένια

Η αργή φουσκονεριά

Ρυτίδωνε την κάθε ακτή

Ο γαρμπής

Κατέβαζε στο ρεύμα

Τον ήχο από καμπάνες.

Ακόμη υπάρχουνε πύργοι λευκοί.

Βεϊάλαλα λεϊά

Βάλλαλα λεϊάλαλα.

«Τραμ και δέντρα σκονισμένα.

Το Χάιμπερι με γέννησε. Το Ρίτσμοντ και το Κιου

Με ξέκαναν. Μετά το Ρίτσμοντ με τα γόνατά μου σηκωμένα

Ξάπλα στον πάτο ενός κανό επικίνδυνου

«Τα πόδια μου στο Μούργκεϊτ κι η ψυχή

Κάτω απ’ τα πόδια. Έπειτα απ’ το περιστατικό

Εκείνος έκλαψε. Υποσχέθηκε “Καινούργια αρχή”.

Μα δεν διαμαρτυρήθηκα: γιατί ν’ αγανακτώ εγώ

«Στου Μάργκεϊτ την αμμουδιά.

Να σχετίσω μπορώ

Τίποτα και τίποτα.

Τα σπασμένα νύχια χεριών μες στη βρομιά.

Ο λαός μου απλός λαός,

Που δεν προσμένει τίποτα».

λα λα

Τότε κατέφτασα στην Καρχηδόνα.

Καιόμενος καιόμενος καιόμενος καιόμενος

Ἐκσπᾶς με ὦ Κύριε

Ὦ Κύριε εκσπᾶς

Καιόμενος

Μέρος IV. Θάνατος στο Νερό.

Ο ναύτης, που κοιτά προσεχτικά τον χάρτη ή τα χαρτιά,

Μία βουλή ενάντια σε θύελλες, φουσκονεριές,

Κρατάει, και στη στεριά, σε δρόμους, καπηλειά

Κάτι υπεράνθρωπο και καθαρό, κάτι αξιοπρεπές.

Ακόμα και το μεθυσμένο κάθαρμα που θα κατέβει

Απ’ το στενό σκάλες παράνομες, ξανά για βρεθεί,

Μες των νηφάλιων φίλων του την χλεύη,

Τρεκλίζοντας, ή με γονόρροια κούτσα-κούτσα κωμική,

Από τα πάρε-δώσε του μ’ αέρα, θάλασσα και χιόνι, όπως εκείνοι

Είναι κι αυτός, ανόητος, απρόσωπος, αθώος ή και χαρωπός,

Με τα «πολλά που έχει δει κι έχει υπομείνει»,

Του αρέσει να ’ναι ξυρισμένος, χτενισμένος, προσεγμένος, ευωδιαστός.

* * * *

«Αλκυονίδες μέρες, μ’ ένα ελαφρύ ωραίο αγέρι,

Τσίτα το καραβόπανο, τα οκτώ πανιά μας φουσκωμένα.

Πήγαμε γύρω απ’ τ’ ακρωτήρι και σαλπάραμε

Από το Dry Salvages στις ανατολικές ακτές.

Μια φώκαινα ρουθούνισε βγαίνοντας από την ακτινοβόλα πλήμμη,

Έκρουσε ο τρίτωνας το τελευταίο καμπανάκι σε συναγερμό

Στην πρύμνη, και η θάλασσα κυλούσε, κοιμωμένη.

Τρεις κόμβοι, τέσσερεις, το χάραμα· και στις οκτώ η ώρα

Μέχρι και την σκοπιά του πρωινού, κόπασε ο άνεμος·

Μετά απ’ αυτό τα πάντα πήγανε κατά διαόλου.

Ένα βαρέλι με νερό που ανοίχτηκε, πετρέλαιο βρωμούσε,

Ένα άλλο, υφάλμυρο. Έπειτα τα κύρια καμάκια

Κολλήσανε. Κι ένα κατάρτι για το τίποτα έσπασε, αγορασμένο

Και πληρωμένο ως το καλύτερο νορβηγικό πεύκο. Ψαρέψαμε.

Κατόπιν το κατώτατο στρώμα άρχισε να μπάζει.

Και τα φασόλια στις κονσέρβες βγάζανε μια σάπια μπόχα.

Δυο άντρες είχαν βλέννες· ένας έκοψε το χέρι του.

Το πλήρωμα άρχισε να μουρμουράει· όταν μια σκοπιά

Στο δείπνο δούλευε υπερωρία, δικαιολογήθηκε

Έτσι: “Φάτε”, μας είπανε,

“Δεν είναι αυτό φαΐ, τι υπάρχει για να φάμε—

Αφού όταν ξεμπερδεύεις με το ν’ αφαιρείς σκαθάρια

Από κάθε μπισκότο, δε σου μένει χρόνος για να φας”.

Οπότε τούτη η επιζήμια φάρα ήτανε σκυθρωπή και πτοημένη·

Παραπονιούνταν και για το καράβι. “Αυτή να πλεύσει όρτσα;”,

Είπε ένας που ’χε επιρροή στους υπολοίπους,

“Θα δω έναν πεθαμένο μες στο σιδερένιο φέρετρο,

Μ’ ένα κουπί-λοστό από δω ως την Κόλαση, προτού

Να πλεύσει όρτσα αυτό το σκάφος”.

Το πλήρωμα λοιπόν βογκούσε· και η θάλασσα με τις πολλές φωνές

Βογκούσε γύρω μας, κάτω απ’ το βροχερό φεγγάρι,

Ενώ ο χειμώνας που ’χε διακοπεί, τώρα έδινε και έπαιρνε,

Μαζεύοντας κακοκαιρία κάτω απ’ τις Υάδες.

Τότε ήρθαν επιτέλους ψάρια. Οι βόρειες ακτές

Δεν ήξεραν που υπάρχουν τόσοι μπακαλιάροι.

Οπότε οι άντρες μάζευαν τα δίχτυα και γελούσανε και σκέφτονταν

Το σπίτι τους και τα δολάρια και το ευχάριστο βιολί

Στης μαντάμ Μπράουν το κατώγι, τις κοπέλες και το τζιν.

Εγώ δεν γέλασα.

Διότι ένα ανοίκειο φύσημα

Μας ακινητοποίησε. Και μετατράπηκε σε καταιγίδα.

Χάσαμε δύο βάρκες. Μια άλλη νύχτα

Μας βρήκε να παρασυρόμαστε, χωρίς τρικάταρτο,

Προς το βορρά, ν’ αναπηδάμε κάτω από τ’ αόρατα άστρα

Κι όταν ο παρατηρητής ν’ ακούσει δεν μπορούσε πια

Πάνω απ’ τον βρυχηθμό στη θάλασσα

Τις λεπτές νότες των κυμάτων που σκάνε σ’ υφάλους,

Ξέραμε πια ότι είχαμε περάσει τα πιο βορινά νησιά

Κι έτσι δεν ξαναμίλησε κανένας. Τρώγαμε κοιμόμασταν και πίναμε

Ζεστό καφέ, φυλάγαμε σκοπιά, κανένας δεν τολμούσε

Τον διπλανό του να κοιτάξει, ή να μιλήσει

Από τον τρόμο της ασύνορης κραυγής

Ενός ολάκερου κόσμου παντού τριγύρω μας. Μια νύχτα

Στη σκοπιά, μου φάνηκε πως διέκρινα στο μπροστινό ιστίο

Γυναίκες τρεις να γέρνουνε μπροστά, με τα λευκά μαλλιά τους

Να ανεμίζουν προς τα πίσω, τραγουδώντας πάνω από τον άνεμο

Ένα τραγούδι που με γοήτευσε, αν και φοβόμουν

Πέρα απ’ τον φόβο, τρομοκρατημένος πέρα από τον τρόμο, ήρεμος

(Τίποτα δεν ήταν αλήθεια) γιατί, σκεφτόμουν, τώρα, όταν

Θέλω, μπορώ να ξυπνήσω από τούτο τ’ όνειρο.

—Κάτι που ξέραμε πως πρόκειται για αυγή—

Ένα σκοτάδι διαφορετικό, περνούσε πάνω από τα σύννεφα,

Κι ίσια μπροστά, κει που ουρανός και θάλασσα τα βρίσκουν, είδαμε

Μια γραμμή, μια γραμμή λευκή, μια μακριά λευκή γραμμή,

Ένα τείχος, ένα σύνορο, που κατά πάνω του πηγαίναμε.

Θεέ μου έχει αρκούδες εκεί πάνω.

Δεν παίζει. Σπίτι και μητέρα.

Πού είναι ο μπαρίστας Μπεν, εδώ ’χει κάμποσο σπασμένο πάγο.

Να με θυμάσαι.

Κι αν κάποιος Άλλος ξέρει, εγώ το ξέρω ότι δεν ξέρω,

Που ξέρω μόνο ότι δεν έχει πλέον φασαρία.

* * * *

Φληβάς ο Φοίνικας, νεκρός ημέρες δεκαπέντε,

Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και τη φουσκοθαλασσιά

Και το όφελος και τη ζημιά.

Ένα υποθαλάσσιο ρεύμα

Γύμνωσε τα οστά του μέσα σε ψιθύρους. Με το σκαμπανέβασμα

Πέρασε τις φάσεις γήρανσης και νιότης

Μετέχοντας στο στρόβιλο.

Εθνικός ή Εβραίος,

Ε, συ που στρίβεις το τιμόνι και κοιτάζεις προς τ’ αγέρι,

Στοχάσου τον Φληβά που σαν κι εσένα κάποτε ήταν ψηλός κι ωραίος.

[V. Τι είπε η Βροντή]

Μετά τους κόκκινους πυρσούς των κάθιδρων προσώπων

Μετά την παγερή των κήπων σιωπή

Μετά την αγωνία των πέτρινων τόπων

Τ’ αναφιλητά και τις κραυγές

Κήποι και μέγαρα κι αντήχηση

Πέρα από τα βουνά εαρινής βροντής

Ο που ζούσε τώρα είναι νεκρός

Οι που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε

Με λίγη υπομονή.

Εδώ δεν υπάρχει νερό μονάχα βράχος

Βράχος κι όχι νερό και ο αμμώδης δρόμος

Ο δρόμος φιδωτός ψηλά μες στα βουνά

Που είναι βουνά από βράχους και χωρίς νερό

Εάν υπήρχε το νερό θα σταματούσαμε να πιούμε εκεί

Στους βράχους δεν μπορεί κανένας να σταθεί ούτε να σκεφτεί

Ο ιδρώτας στεγνός και τα πόδια δεν μπορούν να ξαποστάσουν

Εάν τουλάχιστον υπήρχε και νερό στους βράχους

Νεκρό βουνίσιο στόμα, σάπια δόντια, δεν μπορεί να φτύσει

Κανένας δεν μπορεί να μείνει εδώ να γείρει μήτε να καθήσει

Δεν υπάρχει καν σιωπή μες στα βουνά

Μόνο βροντή στεγνή και στείρα άνευ βροχής

Δεν υπάρχει κι απομόνωση μέσα σε τούτα τα βουνά

Μόνο κόκκινα πρόσωπα που βλοσυρά καγχάζουν και μουγκρίζουν

Μέσα από πόρτες καλυβιών σκασμένης λάσπης

Αν υπήρχε νερό

Κι όχι βράχοι

Αν υπήρχαν βράχοι

Κι επίσης νερό

Και νερό

Μια πηγή

Μια στέρνα ανάμεσα στους βράχους

Εάν υπήρχε ήχος του νερού μονάχα

Όχι το τζιτζίκι

Κι η ξεραμένη χλόη ψέλνοντας

Μα ήχος νερού πάνω από βράχο

Όπου μια κίχλη τραγουδά μονάχη μες τα πεύκα

Ντριπ-ντροπ ντροπ ντροπ ντροπ

Μα δεν υπάρχει νερό

Ποιος είναι ο τρίτος που πάντα περιπατεί στο πλάι σου;

Όταν μετρώ, μαζί είμαστε μόνο εσύ κι εγώ

Όμως σαν κοιτώ πέρα στον άσπρο δρόμο

Πάντοτε υπάρχει ένας ακόμα που περιπατεί στο πλάι σου

Που ανεμοπορεί μ’ έναν καφέ μανδύα και κουκούλα

Άντρας ή γυναίκα δεν μπορώ να πω

—Μα ποιος είναι εκείνος στ’ άλλο σου πλευρό;

Τι ’ν’ αυτός ο ήχος ψηλά μες στον αγέρα

Μητρικού κλαυθμού κελάρυσμα

Ποιες είν’ αυτές οι ορδές που παρελαύνουν με κουκούλες

Σε πολωνικές πεδιάδες, που τρεκλίζουν στη σκασμένη γη

Που μόνο ο επίπεδος ορίζοντας κυκλώνει

Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά

Ραγίζει κι επανέρχεται και σπάει στον ιώδη αέρα

Πύργοι καταρρέουν

Ιερουσαλήμ, Αθήνα, Αλεξάνδρεια

Βιέννη, Λονδίνο. Χιμαιρικές

Μια γυναίκα τέντωσε τα μαύρα της μαλλιά

Και μουσική ψιθυριστή συνέθεσε σε τούτες τις χορδές

Και νυχτερίδες μ’ όψη βρεφική στο ιώδες φως

Στριγκλίσαν και χτυπώντας τα φτερά

Σύρθηκαν σ’ έναν μαυρισμένο τοίχο με σκυφτό κεφάλι

Κι ήταν πυργία στον αέρα ανάποδα γερμένα

Καμπάνες κρούοντας της μνήμης, κάθε ώρα, πάλι

Και φωνές ασμάτων από στέρνες αδειανές, πηγάδια ξεραμένα.

Σ’ αυτό το ρημαγμένο κοίλωμα μες στα βουνά

Στο ξεψυχισμένο φως του φεγγαριού, η χλόη ψέλνει

Πάνω απ’ τους σωριασμένους τάφους, γύρω απ’ το παρεκκλήσι

Εκεί είναι τ’ άδειο παρεκκλήσι, μόνο ανέμου σπίτι.

Χωρίς παράθυρα, και στριφογυρνά η θύρα,

Ξερά οστά να βλάψουν δεν μπορούν κανέναν.

Μόνο ένας μαύρος πετεινός στης στέγης το δοκάρι

Κου κου ρίκου Κου κου ρίκου

Μέσα σ’ ένα αστραποβόλημα. Τότε μια υγρή σπιλιάδα

Κουβαλώντας βροχή...

Ήταν χαμηλωμένος ο Γάγγης, και τα σακατεμένα φύλλα

Σφάδαζαν για τη βροχή, ενώ τα μαύρα νέφη

Συνάζονταν μακριά, στο Χίμαβαντ.

Η ζούγκλα ζάρωσε, κύρτωσε σιγηλά.

Τότε μίλησε η βροντή.

ΝΤΑ

Ντάττα: λοιπόν, τι έχουμε δώσει;

Φίλε μου, φίλε μου, χτυπά μες στην καρδιά μου,

Το φρικτό κουράγιο μιας στιγμής παράδοσης

Που σύνεσης ολόκληρη ζωή δεν θ’ αναιρέσει—

Μ’ αυτήν, και μόνο αυτήν, έχουμε υπάρξει

Που δε θα συμπεριληφθεί στις νεκρολογίες μας.

Ούτε σ’ εκείνα που θ’ απασχολήσουν τις ωφέλιμες αράχνες

Ούτε στα έγγραφα που τρώει ο ισχνός νομικός

Στα άδεια μας δώματα

ΝΤΑ

Ντάγιαντβαμ: φίλε, φίλε μου άκουσα το κλειδί

Να γυρνάει μια φορά και μόνο μία

Σκέφτεται το κλειδί, καθένας μας στη φυλακή του

Με τη σκέψη στο κλειδί, καθένας χτίζει φυλακή

Μόνον στο νύχτωμα, αιθέριοι ψίθυροι

Επιδιορθώνουν μια στιγμή έναν δαμασμένο Κοριολάνο

ΝΤΑ

Ντάμυατα: ο άνεμος ήταν ευνοϊκός και το καράβι αποκρίθηκε

Χαρωπά, στον έμπειρο με το πανί και το τιμόνι

Η θάλασσα γαλήνεμα και η καρδιά σου αποκρίθηκε,

Χαρωπά, μόλις την προσκάλεσα, παλμός υποταγμένος

Σε κυρίαρχα χέρια. Έφυγα χωρίς εσένα

Μ’ άδεια χέρια που αγκαλιάζουν καθισμένος στην ακτή

Ψαρεύοντας, με το πανέρημο ηλιοβασίλεμα από πίσω

Τουλάχιστον να βάλω το βασίλειο σε μια σειρά;

Η Γέφυρα του Λονδίνου κατα κατα καταρρέει

Poi s’ ascose nel foco che gli affina

Καλώς τότες θα σας φτιάξω. Ο Ιερώνυμος είναι πάλι τρελλός.

Le Prince d’ Aquitaine à la tour abolie

Αυτά τα θραύσματα συλλάβισα μες στα ερείπιά μου.

Ντάττα ντάγιαντβαμ, ντάμυατα.

Σάντι σάντι σάντι.

Recent Posts

See All

Comments


Post: Blog2 Post
bottom of page