Ο Eliot ολοκλήρωσε το The Love Song of J. Alfred Prufrock στα 22 του το καλοκαίρι του 1911 — αφήνοντας όμως τέσσερεις κενές σελίδες στο κέντρο του ποιήματος, γραμμένου σ' ένα σημειωματάριο τα περιεχόμενα του οποίου, μεταξύ άλλων, δημοσιεύτηκαν πολύ μετά θάνατον, το 1996, στο Inventions of the March Hare: Poems 1909–1917. Το 1912 προσέθεσε στις λευκές σελίδες που είχε αφήσει ένα τμήμα 38 στίχων με τον τίτλο Prufrock's Pervigilium, δηλαδή η αγρυπνία του Prufrock, τίτλος που συνομιλεί με το λατινικό ποίημα Pervigilium Veneris, η αγρυπνία της Αφροδίτης. Λίγο αφότου έδειξε τη νέα εκδοχή στον Conrad Aiken, αφαίρεσε τους 33 από τους 38 στίχους. Δεν ξέρω ποια ήταν η γνώμη του Aiken ή αν η αφαίρεση ήταν αποτέλεσμα μόνον αυτής, αν συμφωνούσε ο Eliot ή αν παρασύρθηκε από τη σιγουριά ενός άλλου. Ξέρουμε, ωστόσο, ότι ο Eliot, μέχρι και το The Waste Land τουλάχιστον, ήταν ιδιαίτερα ανασφαλής ως προς τις ποιητικές του, κι όχι μόνο, ικανότητες (ο Pound έκοψε πάνω από 250 στίχους από το Waste Land — και ευτυχώς που το 'κανε).
Στην περίπτωση όμως του Prufrock's Pervigilium δεν θεωρώ πως η αφαίρεσή τους βελτίωσε το ποίημα. Οι στίχοι που ακολουθούν συνθέτουν μιαν εικόνα του χαρακτήρα του ανθρώπου Prufrock που λείπει ή επιβιώνει τελείως υπαινικτικά («μοτέλ της μιας νύχτας» κ.λπ.) στη γνωστή εκδοχή. Παράλληλα, πρόκειται για μιαν εικόνα πολύ ταιριαστή σε ένα ποίημα που ο αρχικός του τίτλος ήταν Prufrock Among the Women. Απεναντίας, π.χ. η τρίτη στροφή του ποιήματος (με την κίτρινη ομίχλη) που δεν αφαιρέθηκε ποτέ, με αφήνει παντελώς αδιάφορο (σ' αντίθεση με την τέταρτη που διατηρεί μιαν αναφορά στην ομίχλη και έχει εξαίρετο ρυθμό). Το τμήμα αυτό, απ' όσο ξέρω, δεν έχει αποδοθεί στα ελληνικά, αφού όλες οι εκδόσεις βγάζουν την τελική εκδοχή του ποιήματος. Εάν δεν έχετε διαβάσει και δεν διαθέτετε κάποια μετάφρασή του, μπορείτε να το βρείτε εδώ — αυτή είναι η καλύτερη μετάφραση που κατάφερα να εντοπίσω στο διαδίκτυο. Με κόκκινο χρώμα σημειώνω τους πέντε στίχους που περιλήφθησαν στον Prufrock που γνωρίζουμε.
Το Pervigilium του Prufrock
Να πω, πως έχω πορευθεί στο λυκαυγές μες στα σοκάκια
Κι έχω δει τον καπνό που υψώνεται από τις πίπες
Μοναχικών ανδρών χωρίς σακάκια, που γέρνουν στα παράθυρα
Κι όταν το σούρουπο ξύπνησε κι ατένισε την τύφλωσή του
Άκουσα τα παιδιά να σιγοκλαίνε στις γωνίες
Όπου γυναίκες έπαιρναν αέρα, στεκούμενες σ’ εισόδους
Γυναίκες, με ξέχειλους κορσέδες, στέκονταν σ’ εισόδους
Όπου τρεμόπαιζε απ’ το ρεύμα ο καυστήρας
Και το κηρόπανο κουλουριαζότανε στο πάνω πάτωμα.
Κι όταν πάσχιζε το σούρουπο να μείνει ξάγρυπνο
Κι ο κόσμος πορτοκάλια ξεφλουδίζοντας διάβαζε εφημερίδες
Κι αγόρια κάπνιζαν τσιγάρα, περιπλανημένα ανήμπορα μαζί
Σε μια βεντάλια φως από το φαρμακείο της γωνίας
Τότε έχω πορευθεί στο νύχτωμα μες στα σοκάκια,
Όπου σατανικοί οίκοι γέρνοντας όλοι μαζί
Προέτασσαν ένα χυδαίο δάχτυλο εναντίον μου μες στο σκοτάδι
Ψιθυρίζοντας όλοι μαζί, χασκογελούσανε μαζί μου στο σκοτάδι.
Κι όταν τα μεσάνυχτα γυρίσανε και σφάδασαν στον πυρετό
Πέταξα τις κουβέρτες, ώστε να κοιτάξω το σκοτάδι
Να σέρνεται ανάμεσα στις κόλλες στο τραπέζι
Πήδηξε στο δάπεδο κι έβγαλε ξάφνου συριγμό
Και όρμησε αόρατα στον τοίχο
Ίσιωσε απάνω στο ταβάνι
Τάνυσε τα πλοκάμια του, έτοιμο να πηδήξει
Κι όταν η αυγή είχε επέλθει προ πολλού
Και στράφηκε με ένα αίσθημα ναυτίας, να δει τι ‘χε διεγείρει:
Τα μάτια και τα πόδια ανθρώπων—
Εγώ ψηλάφησα προς το παράθυρο τον κόσμο να αισθανθώ
Και ν’ ακούσω τ’ άσμα της Τρέλας μου, καθισμένης στο κράσπεδο
[Ένας τυφλός γερο-μέθυσος άνδρας που τραγουδά και μουρμουρά,
Με σπασμένα τακούνια μποτών λεκιασμένα με βρωμιά]
Κι ενώ εκείνος τραγουδούσε ο κόσμος άρχισε να καταρρέει…
Καλύτερα να ‘μουν ένα ζευγάρι κουρελιασμένων δαγκάνων
Να διατρέχω βυθούς σιωπηλών θαλασσών…
—Έχω δει το σκοτάδι στον τοίχο ήσυχα να πλησιάζει
Έχω ακούσει την Τρέλα μου να φλυαρεί πριν απ’ τη μέρα
Έχω δει τον κόσμο σε μια σφαίρα να κουρνιάζει
Τότε ξαφνικά να λιώνει και να φεύγει πέρα.
Comments