top of page

Το τίμημα της χαράς: Requiem του Λάγιου και East Coker του Eliot

Writer's picture: Δημήτρης ΜαύροςΔημήτρης Μαύρος

Updated: Sep 10, 2020




Requiem

στὸν Νάσο Βαγενά

Requiem Aeternam

Ἰδού, λοιπὸν ἐγώ, φτασμένος

ἐκεῖ ποὺ σώθηκαν τὰ νιάτα μου. Μὴν ἔχοντας

τίποτε γιὰ δικό μου, μὴν κατέχοντας

κὰν ὑλικὰ ἀγαθά. Ν’ ἀναλογίζομαι τὸ τίμημα

τῆς ἄλλοτε χαρᾶς. ζυγίζοντας καὶ κρίνοντας

τὶς πράξεις καὶ τὰ ἔργα μου.

Ζυγίζοντας καὶ κρίνοντας.

Ἰδού, λοιπὸν ἐγώ, τὸ χίλια ἐννιακόσια ἐνενήντα ἑπτά, νὰ προσμετρῶ

τοὺς φίλους μου, στὰ δάχτυλα τῶν δυὸ χεριῶν.

(Ἴσως εἶχα, τὸ πάλαι, ἀναφερθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σκυθρωπὸ ἀξίωμα:

ἡμέρα ἄρτου καὶ οἴνου καὶ ἅλατος vitae et mortis).

Ὦ σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι,

στριγκὴ πνευματικὴ καταχνιά, ἄναστρε θόλε, εὐλογημένη

δύναμη ποὺ ἤσουν κι ὄχι πιά, φτωχὴ κι ἀλλοιωμένη

ὑπόμνηση τῆς δύναμης, φωνὴ ποὺ ὑπομένει,

κουλή, ταγκισμένη φωνή, χρυσοκέντητο ξεσκισμένο ὑφάδι,

γρατσουνισμένη πυρά, λιγδιασμένη πηγή, σταματημένο χάδι,

μαρτυρικὸ κι ἀνήμπορο, νέκυιο σημάδι,

ἀνύποπτη ἔκταση τῶν χεριῶν στὴν οἰκουμένη.

Σχεδόν όποιος έχει διαβάσει στοιχειωδώς τον Λάγιο, γνωρίζει την Έρημη Γη του, έστω κι αν δεν την έχει διαβάσει, καθώς και τ’ ότι εκείνη αποτελεί μια στίχο-το-στίχο παρωδία του Waste Land του Eliot — παρωδία δίχως σατυρικές, γελοιογραφικές και λοιπές συνδηλώσεις. Στο μεταγενέστερο βιβλίο του, Μουζικούλες, ο Λάγιος έχει ένα άλλο σύντομο ποίημα, το Requiem που πατάει, αν και πιο ελεύθερα, στο East Coker του Eliot. Συγκεκριμένα διαβάζουμε στο Requiem (σττ. 1-9):

Ἰδού, λοιπὸν ἐγώ, φτασμένος

ἐκεῖ ποὺ σώθηκαν τὰ νιάτα μου. Μὴν ἔχοντας

τίποτε γιὰ δικό μου, μὴν κατέχοντας

κὰν ὑλικὰ ἀγαθά. Ν’ ἀναλογίζομαι τὸ τίμημα

τῆς ἄλλοτε χαρᾶς. ζυγίζοντας καὶ κρίνοντας

τὶς πράξεις καὶ τὰ ἔργα μου.

Ζυγίζοντας καὶ κρίνοντας.

Ἰδού, λοιπὸν ἐγώ, τὸ χίλια ἐννιακόσια ἐνενήντα ἑπτά, νὰ προσμετρῶ

τοὺς φίλους μου, στὰ δάχτυλα τῶν δυὸ χεριῶν.

Και το αντίστοιχο σημείο στον Eliot (Τέσσερα Κουαρτέτα: East Coker, V):

Να με λοιπόν, στου δρόμου τα μισά, έχοντας είκοσι χρόνια—

Είκοσι χρόνια πιο πολύ σπαταλημένα, χρόνια του l’ entre deux geurres

Πασχίζοντας να χειριστώ τις λέξεις, κι η κάθε απόπειρα

Ολότελα καινούργια αρχή, και ένα άλλο είδος αποτυχίας

Αφού κανείς μαθαίνει να κυριαρχεί τις λέξεις

Για ό,τι δεν νιώθει ανάγκη πια να πει, ή με τον τρόπο

Που δεν είναι πια πρόθυμος να το πει. Και έτσι κάθε κυβοριψία

Είναι μια καινούργια αρχή, μια επιδρομή στο άναρθρο

Με φθαρμένη εξάρτυση που πάντα φθίνει

Μέσα στον γενικό κυκεώνα ανακριβών συναισθημάτων,

Ασύντακτων διμοιριών συγκίνησης. Και ό,τι υπάρχει να κατακτηθεί

Με ισχύ κι υποταγή, έχει κιόλας ανακαλυφθεί

Μια και δυο, ή κι αρκετές φορές, από ανθρώπους που πώς να ελπίσεις

Να συναγωνιστείς —μα δεν υπάρχει ανταγωνισμός—

Υπάρχει μόνον η πάλη για να ανακτήσεις ό,τι έχει χαθεί

Και βρεθεί και χαθεί πάλι και πάλι: και τώρα πια, υπό συνθήκες

Που μοιάζουν δυσμενείς. Μα ίσως ούτε κέρδος ούτε ζημιά.

Για μας, υπάρχει μόνον η προσπάθεια. Όχι δουλειά δική μας τ’ άλλα.

Οι στίχοι 1 και 8 του Λάγιου αρχίζουν «Ἰδού, λοιπὸν ἐγώ» το οποίο αποτελεί λέξη-τη-λέξη μετάφραση του “So here I am” του Eliot. Το «φτασμένος | ἐκεῖ ποὺ σώθηκαν τὰ νιάτα μου» είναι μετασχηματισμός και νοηματική προέκταση του «έχοντας είκοσι χρόνια— | Είκοσι χρόνια πιο πολύ σπαταλημένα, χρόνια του l’ entre deux geurres». [L’ entre deux guerres: ο Μεσοπόλεμος. Το 1939, ο Eliot είναι πλέον 53 ετών, έχει συνθέσει το Burnt Norton (το πρώτο Κουαρτέτο· αν και ήταν προς το παρόν αυτόνομο ποίημα) και φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να ξαναγράψει ποίηση. Από εκεί πηγάζουν όλες οι αμφιβολίες του για την κατάκτηση των λέξεων, για την εγγενή ατέλεια του αποτελέσματος (αποτυχία) και για το ότι όλα έχουν ειπωθεί από κάποιον καλύτερο και μια υποψία σθεναρής παράδοσης — όλα όσα δηλαδή πραγματεύεται στο απόσπασμα που παρατέθηκε. Αρχίζει ωστόσο, πατώντας στη δομή του Burnt Norton, να γράφει το East Coker ολοκληρώνοντάς το τον Φλεβάρη του ΄40.] Ο Λάγιος σ’ άλλην εποχή και νεώτερος, αλλά μία δεκαετία πιο κοντά στον θάνατο, αναλογίζεται όχι την αδυνατότητα μιας εντελούς ποιητικής γραφής, μα φαινομενικά το πιο ανθρώπινο «τίμημα τῆς ἄλλοτε χαρᾶς». Παρά τη διαφορετική θεματική σε πρώτο επίπεδο, και οι δύο ποιητές μιλούν για το κατά πόσο πήγαν όλα στράφι, τι κατάφεραν και πώς απέτυχαν. Η ουσία, άρα, είναι η ίδια: το ατελέσφορο ζην. Και αυτός είναι ο λόγος που τα καλύτερα ποιήματα ποιητικής δεν είναι ποιήματα ποιητικής. Όλοι, ανεξαρτήτως ιδιότητας, θέλουμε να προσφέρουμε κάτι στη ζωή μας και το επιχειρεί καθένας από μας με τον δικό του τρόπο. Ο ποιητής, λοιπόν, που περιγράφει την αδυναμία του να γράψει όπως θα ήθελε, δεν νιώθει διαφορετικά από τον βιολόγο που απέτυχε να θεραπεύσει τον διαβήτη, τον ψυχολόγο που αναπαρήγαγε θεωρίες άλλων ή που τέλος πάντων απέτυχε να προσφέρει αυτό που ήλπιζε. Είμαστε καταδικασμένοι ως γένος να εφορμούμε στο δυσέφικτο και εξ ορισμού η συντριπτική μας πλειονότητα ν’ αποτυγχάνει — σίγουρα τουλάχιστον ώσπου να επιτύχει.

Τα δύο κείμενα μοιράζονται την ίδια αίσθηση τελεσμένου. Αμφότερα συντίθενται εν είδει απολογισμού (ο Λάγιος, βέβαια, θα γράψει άλλα εφτά βιβλία και ο Eliot θα ολοκληρώσει τα Τέσσερα Κουαρτέτα, προτού αφοσιωθεί στα μέτρια θεατρικά του, και θα βραβευθεί με το Νόμπελ). Ο Λάγιος λοιπόν, σύμφωνα με το ποίημα, περνάει τον καιρό του «ζυγίζοντας καὶ κρίνοντας» παρελθοντικές πράξεις κι έργα, σαν η γόνιμη περίοδος να βρίσκεται πίσω του. «Ἰδού, λοιπὸν ἐγώ, τὸ χίλια ἐννιακόσια ἐνενήντα ἑπτά» γράφει και δίνει μια παρόμοια χρονολογική πληροφορία με τον Μεσοπόλεμο του Eliot. Παράλληλα, αν το “nel mezzo del cammin” που γίνεται “in the middle way” το μεταφράζει νοητά στου δρόμου τα μισά και όχι μεσοστράτι ή οτιδήποτε άλλο, το επτά της χρονολογίας ομοιοκαταληκτεί με το μισά — μικρή και μάλλον ασήμαντη λεπτομέρεια που θα αποτελούσε ένδειξη της συλλογιστικής πορείας του, αλλά που μάλλον πρόκειται για σύμπτωση.

Πίσω στο κείμενο. Η σύνταξη, η έκταση και η διάταξη (διασκελισμοί) των πρώτων στίχων του Requiem, με τα πολλά -ώντας/-οντας στο τέλος του στίχου, αναπαραγάγουν το χαρακτηριστικότερο υφολογικό γνώρισμα της έναρξης του Waste Land και όχι των Κουαρτέτων:

Απρίλης είναι ο άσπλαχνος μήνας, γεννώντας

Πασχαλιές μέσα απ’ τη χέρσα γη, νοθεύοντας

Τη μνήμη με τον πόθο, ξεσηκώνοντας

Ρίζες αδρανείς μ’ εαρινή βροχή.

Ο χειμώνας μας κρατούσε ζεστούς, σκεπάζοντας

Το χώμα με χιόνι της λήθης, θρέφοντας

Ελάχιστη ζωή με ξεραμένους βολβούς.

Όπως βέβαια συμβαίνει —πολύ πιστότερα ως προς τα υπόλοιπα γνωρίσματα του Eliot— και στην Έρημη Γη, δεκατρία χρόνια πριν:

Ὁ Ἀπρίλης δὲν κατέχει ἀπὸ ἀμυγδαλιές, κυοφορώντας

Πασχαλιὲς μέσ’ ἀπὸ τὴ βουρδουλιασμένη γῆς, ἀναδεύοντας

Γνώση καὶ θέληση, ἀρδεύοντας

Προσκυνημένες ρίζες μ’ ἐαρινὴ βροχή.

Τὸν χειμώνα παρηγοριόμαστε, σκεπάζοντας

Τὴ μουσκεμένη ἐνοχὴ μὲ λήθη, θρέφοντας

Μιὰ ταγκισμένη ζωὴ μὲ οἰκοδομὲς κι ὑπόσχεση ἐλέους.


Φεύγοντας από το πρώτο μισό του Requiem, διαβάζουμε στον 12ο στίχο «Ὦ σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι» το οποίο είναι κι αυτό μετάφραση από ένα άλλο τμήμα του East Coker που ξεκινάει “O dark dark dark” (το οποίο με τη σειρά του είναι παρμένο από το Samson Agonistes του Milton) και όπως στον Λάγιο, έτσι και στον Eliot ακολουθείται από ένα ασύνδετο σχήμα που καταλαμβάνει αρκετούς στίχους — στον Eliot κατάλογος ανθρώπων διαφόρων επαγγελμάτων που καταλήγουν στο σκοτάδι, στον Λάγιο κατάλογος χαρακτηρισμών προς το σκοτάδι. Και τα δύο κείμενα είναι requiems, νεκρώσιμες ακολουθίες. Και είναι εδώ, στους στίχους 12-19, μέχρι τέλους δηλαδή, που φαίνεται εντονότερα η σχέση τίτλου και προμετωπίδας με το σώμα του κειμένου. Οι στίχοι 12-15

Ὦ σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι,

στριγκὴ πνευματικὴ καταχνιά, ἄναστρε θόλε, εὐλογημένη

δύναμη ποὺ ἤσουν κι ὄχι πιά, φτωχὴ κι ἀλλοιωμένη

ὑπόμνηση τῆς δύναμης

φέρνουν —αντιστρέφοντας φυσικά τα νοήματα— στο μυαλό τους στίχους του επινίκιου ύμνου:

Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος

Κύριος Σαβαώθ·

πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου,

ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις.

Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Ὡσαννὰ ὁ ἐν τοῖς ὑψίστοις.

Όπως και να ’χει, οι στίχοι 12-19 είναι σαφώς μουσικότεροι από τους υπόλοιπους καθότι γεμάτοι ομοιοκαταληξίες (χρωματίζω τα ομοιοκατάληκτα — αφήνω τις ατελείς ρίμες π.χ. χρυσοκέντητο--μαρτυρικό--ανήμπορο):

σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι,

στριγκὴ πνευματικὴ καταχνιά, ἄναστρε θόλε, εὐλογημένη

δύναμη ποὺ ἤσουν κι ὄχι πιά, φτωχὴ κι ἀλλοιωμένη

ὑπόμνηση τῆς δύναμης, φωνὴ ποὺ ὑπομένει,

κουλή, ταγκισμένη* φωνή, χρυσοκέντητο ξεσκισμένο ὑφάδι,

γρατσουνισμένη πυρά, λιγδιασμένη πηγή, σταματημένο χάδι,

μαρτυρικὸ κι ἀνήμπορο, νέκυιο σημάδι,

ἀνύποπτη ἔκταση τῶν χεριῶν στὴν οἰκουμένη.

[*: στην Έρημη Γη διαβάσαμε τη φράση ταγκισμένη ζωή και εδώ ταγκισμένη φωνή. Πιθανόν τυχαίο, ίσως ένα κλείσιμο ματιού.]

Recent Posts

See All

Comentarios


Post: Blog2 Post
bottom of page