top of page

Anne Carson, Αυτοβιογραφία του Κόκκινου

Writer's picture: Δημήτρης ΜαύροςΔημήτρης Μαύρος

Updated: Sep 9, 2020

[Οι πρώτες 40 σελίδες (28%) του ποιήματος της Κάρσον. Ατελές κι εν εξελίξει.]




ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ

Μυθιστόρημα σε Στίχους



ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΡΕΑΣ:

ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΕΒΑΛΕ

Ο ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ;

_____

I like the feeling of words doing

As they want to do and as they have to do.

GERTRUDE STEIN

Κατέφτασε μετὰ τὸν Ὅμηρο καὶ πρὶν τὴν Γερτρούδη Στάιν, δύσκολο μεσοδιάστημα γιὰ ἕναν ποιητή. Γεννημένος περὶ τὸ 650 π.Χ. στὴ νότια ἀκτὴ τῆς Σικελίας, σὲ μιὰ πόλη λεγόμενη Ἱμέρα, ἔζησε ἀνάμεσα σὲ πρόσφυγες ποὺ μιλοῦσαν μιὰ μεικτὴ διάλεκτο χαλκιδιακῶν καὶ δωρικῶν. Ὁ προσφυγικὸς πληθυσμός διψάει γιὰ γλώσσα καὶ γνωρίζει ὅτι ὅλα μποροῦν νὰ συμβοῦν. Οἱ λέξεις κάνουν γκέλ. Οἱ λέξεις, ἂν τὶς αφήσεις, θὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν κι ὅ,τι πρέπει. Οἱ λέξεις τοῦ Στησίχορου μαζεύτηκαν σὲ εἴκοσι-ἔξι βιβλία, ἐκ τῶν ὁποίων σὲ μᾶς ἀπομένει καμιὰ ντουζίνα τίτλων καὶ κάμποσες συλλογὲς θραυσμάτων. Δὲν γνωρίζουμε πολλὰ γιὰ τὸν ἐπαγγελματικό του βίο (πέραν τῆς περίφημης ἱστορίας ὅπου ἡ Ἑλένη τὸν τυφλώνει· βλ. Παραρτήματα Α, Β, Γ). Φαίνεται νὰ εἶχε ὑπάρξει ἰδιαίτερα λαοφιλής. Πῶς τὸν αντιμετώπιζαν οἱ κριτικοί; Πολλά ἀρχαία ἐγκώμια πλέχθηκαν γιὰ τὸ ὄνομά του. «Ὁ πλέον ὁμηρικὸς ἀπὸ τοὺς λυρικοὺς ποιητές», λέει ὁ Λογγίνος. «Κάνει ἐκεῖνες τὶς παλιὲς ἱστορίες νέες», λέει ὁ Σουίδας. «Ὠθούμενος ἀπὸ μιὰ λαχτάρα γιὰ ἀλλαγή», λέει ὁ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς. «Τί γλυκιὰ ἰδιοφυΐα στὴ χρήση τῶν ἐπιθέτων!» προσθέτει ὁ Ἐρμογενής. Ἐδῶ ἀγγίζουμε τὸν πυρήνα τοῦ ἐρωτήματος «Σὲ τί συνέβαλε ὁ Στησίχορος». Μία σύγκριση ἴσως ἀποβεῖ χρήσιμη. Ὅταν ἡ Γερτρούδη Στάιν κλήθηκε νὰ συνοψίσει τὸν Πικάσο, εἶπε «Τοῦτος-δῶ δούλευε». Ἂς ποῦμε λοιπὸν καὶ γιὰ τὸν Στησίχορο, «Τοῦτος-δῶ ἔφτιαχνε ἐπίθετα».

Τί εἶναι ἕνα ἐπίθετο; Τὰ οὐσιαστικὰ ὀνοματίζουν τὸν κόσμο. Τὰ ρήματα ἐνεργοποιοῦν τὰ ὀνόματα. Τὰ ἐπίθεται ἔρχονται ἀπὸ κάπου ἀλλοῦ. Ἡ λέξη ἐπίθετο (ἐπίθετον στὰ ἀρχαία ἑλληνικά) είναι τὸ ἴδιο ἕνα ἐπίθετο ποὺ σημαίνει «τοποθετημένο ἀπὸ πάνω», «προστεθειμένο», «προσαρτημένο», «εἰσαχθέν», «ξένο». Τὰ ἐπίθετα φαίνονται ἀρκετὰ ἀθῶες προσθῆκες, ἀλλὰ μὴ σὲ ξεγελοῦν. Αὐτοὶ οἱ μικροὶ εἰσαχθέντες μηχανισμοὶ εὐθύνονται γιὰ τὴ σύνδεση κάθε πράγματος στὸν κόσμο μὲ τὴ θέση του στὴν ἰδιαιτερότητα. Είναι τὰ μάνταλα τῆς ὕπαρξης.

Φυσικὰ ὑπάρχουν ὑπεραρκετοί τρόποι νὰ ὑπάρχει κανείς. Στὸν κόσμο τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, γιὰ παράδειγμα, ἡ ὑπαρξη εἶναι στέρεα καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα δένεται γιὰ τὰ καλὰ μὲ τὴν παράδοση. Ὅποτε ὁ Ὅμηρος μιλᾶ γιὰ αἷμα, τὸ αἷμα εἶναι κελαινόν. Ὅποτε ἐμφανίζονται γυναῖκες, οἱ γυναῖκες εἶναι καλλίσφυρεςφαεινές. Ὁ Ποσειδώνας ἔχει πάντοτε τὰ κυανὰ φρύδια τοῦ Ποσειδώνος. Τὸ γέλιο τῶν θεῶν εἶναι ἄσβεστον. Οἱ ἄνδρες ὠκύποδες. Ἡ θάλασσα ἀκάμαντη. Ὁ θάνατος κακός. Τὸ ἦπαρ τῶν δειλῶν εἶναι λευκό. Τὰ ἐπίθετα τοῦ Ὁμήρου εἶναι μιὰ ἐδραιωμένη φρασεολογία, μὲ τὴν ὁποία ὁ Ὅμηρος συναρμόζει κάθε οὐσία τούτου τοῦ κόσμου μὲ τὴν καταλληλότερη ἰδιότητά της καὶ τὶς κρατᾶ μαζί γιὰ τὴν ἐπικὴ κατανάλωση. Αὐτὸ ἐνέχει ἕνα πάθος, τί πάθος ὅμως; «Ἡ κατανάλωση δὲν εἶναι πάθος γιὰ οὐσίες, μὰ πάθος γιὰ τὸν κώδικα», λέει ὁ Μποντριγιάρντ.

Ἔτσι στὴν ἀκίνητη ἐπιφάνεια αὺτοῦ τοῦ κώδικα γεννήθηκε ὁ Στησίχορος. Καὶ ὁ Στησίχορος μελετοῦσε τὴν ἐπιφάνεια ἀσύχαστα. Ἐκείνη ἔγειρε μακριά του. Τὴν πλησίασε. Σταμάτησε ἐκείνη. Τὸ «πάθος γιὰ οὐσίες» μοιάζει μὲ μιὰ καλὴ περιγραφὴ τῆς στιγμής. Γιὰ λόγους ποὺ κανείς δὲν ἔχει καταφέρει νὰ ἐντοπίσει, ὁ Στησίχορος ἄρχισε νὰ ἀνοίγει τὰ μάνταλα.

Ὁ Στησίχορος ἀπελευθέρωσε τὴν ὕπαρξη. Ὅλες οἱ οὐσίες τοῦ κόσμου ξεχύθηκαν ἀναδυόμενες. Ξάφνου, τίποτα δὲν ἐμπόδιζε τὰ ἄλογα νὰ εἶναι κοιλώνυχα. Ἢ ἕναν ποταμὸ νὰ εἶναι ἀργυρόριζος. Ἢ ἕνα παιδὶ ἀνίψαλον. Ἢ τὴν κόλαση ἠλίβατος. Ἢ τὸν Ἡρακλὴ ἐρίσφηλος.Ἢ ἕναν πλανήτη μεσόνυξ. Ἢ ἕναν ἄγρυπνο ἄτερπνος. Ἢ τοὺς σκοτωμοὺς παχύρρευστο μαῦρο. Ὀρισμένες οὐσίες ἀπεδείχθησαν περιπλοκότερες. Στὴν Ὡραία Ἑλένη, γιὰ παράδειγμα, προσῆψαν μιὰν ἐπιθετικὴ παράδοση πουτανιᾶς ἤδη παλιὰ ἀπὸ τ]ν καιρὸ ποὺ ὁ Ὅμηρος τὴ χρησιμοποίησε. Ὅταν ὁ Στησίχορος ξεμαντάλωσε τὴν Ἑλένη ἀπὸ τὸ ἐπίθετό της, ξεχείλισε τέτοιο φῶς ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ τὸν τύφλωσε πρὸς στιγμή. Αὐτὸ εἶναι ἕνα μεγάλο ἐρώτημα, τὸ ἐρώτημα τῆς ἀποτύφλωσης τοῦ Στησιχόρου ἀπὸ τὴν Ἑλένη (βλ. Παράρτημα Α, Β), ἂν καὶ ἐνγένει θεωρεῖται ἀναπάντητο (βλ. ὅμως Παράρτημα Γ).

Ἕνα πιὸ διαχειρίσιμο παράδειγμα εἶναι ὁ Γηρυόνης. Γηρυόνης ὀνομάζεται ἕνας χαρακτήρας τῆς ἀρχαιοελληνικῆς μυθολογίας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Στησίχορος ἔγραψε ἕνα μακροσκελέστατο λυρικὸ ποίημα σὲ δακτυλο-ἐπίτριτο μέτρο καὶ τριαδικὴ δομή. Κάπου ὀγδόντα-τέσσερα θραύσματα παπύρων καὶ μισὴ ντουζίνα ἐτεροαναφορὲς επιβιώνουν, ὅπου χρησιμοποιεῖται τὸ ὄνομα Γηρυονηίς («Τὸ Θέμα τοῦ Γηρυόνη) στὶς κλασικὲς ἐκδόσεις. Μιλοῦν γιὰ ἕνα παράξενο [ἀνοίκειο;] κόκκινο τέρας μὲ φτερὰ ποὺ ζοῦσε σὲ κάποιο νησὶ ὀνόματι Ερύθεια (ἕνα ἐπίθετο ποὺ σημαίνει ἀπλῶς «Ὁ Κόκκινος Τόπος») ἐκτρέφοντας ἥσυχα ἕνα κοπάδι μαγικῶν κόκκινων βοδιῶν, ὥσπου μιὰ μέρα ὁ ἥρωας Ἡρακλῆς κατέφτασε διασχίζοντας τὴ θάλασσα καὶ τὸν σκότωσε γιὰ νὰ πάρει τὰ βόδια. Μιὰ ἱστορία σὰν κι αυτὴ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴν ἀφηγηθεῖ μὲ πολλοὺς τρόπους. Ὁ Ἡρακλῆς ἦταν ἕνας μείζων Ἕλληνας ἥρωας καὶ ὁ ἀφανισμὸς τοῦ Γηρυόνη ἀποτέλεσε ἕναν ἀπὸ τοὺς περίφημούς Του Ἄθλους. Ἂν ὁ Στησίχορος εἶχε ὑπάρξει πιὸ συμβατικὸς ποιητὴς πιθανὸν νὰ εἶχε ἀκολουθήσει τὴν ὀπτικὴ γωνία τοὺ Ἡρακλῆ καὶ νὰ εἶχε δώσει μία συναρπαστικὴ περιγραφὴ τῆς νίκης τοῦ πολιτισμοῦ ἐνάντια στὴν τερατοσύνη. Ἀντ’ αὐτοῦ τὰ σωζόμενα θραύσματα τοῦ ποιήματος τοῦ Στησιχόρου προσφέρουν ἕνα δελεαστικὰ ἀντιπροσωπευτικὸ δείγμα σκηνῶν, τόσο περήφανων ὅσο καὶ ἀξιολύπητων, ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἴδιου τοῦ Γηρυόνη. Βλέπουμε τὴ ζωὴ τοῦ κόκκινου ἀγοριοῦ μὲ τὸ σκυλάκι του. Μία φοβερὰ γοητευτικὴ σκηνὴ τῆς μητέρας του, ἡ ὁποία διακόπτεται. Διεσπαρμένα πλάνα τοῦ Ἡρακλῆ νὰ πλησιάζει ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἕνα στιγμιότυπο τῶν θεῶν νὰ δείχνουν τὸν ἐπικείμενο χαμὸ τοῦ Γηρυόνη. Τὴν ἴδια τὴ μάχη. Τὴ στιγμὴ ὅπου τὰ πάντα ξάφνου ἐπιβραδύνονται καὶ τὸ βέλος τοῦ Ἡρακλῆ διασχίζει τὸ κρανίο τοῦ Γηρυόνη. Βλέπουμε τὸν Ἡρακλὴ νὰ σκοτώνει τὸ σκυλάκι μὲ τὸ φημισμένο ρόπαλο.

Μὰ ἀρκετὰ μὲ τὸ προοίμιο. Μπορεῖς καὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ἀπαντήσεις στὸ ἐρώτημα «σὲ τί συνέβαλε ὁ Στησίχορος;» μὲ τὸ νὰ σκεφτεῖς τὸ ἀριστούργημά του. Ἔπονται μερικὰ ἀπό τὰ κύρια θραύσματά του. Ἂν σὲ δυσκολέψει τὸ κείμενο, δὲν εἶσαι μόνος. Ὁ χρόνος ὑπῆρξε σκληρὸς μὲ τὸν Στησίχορο. Κανένας δὲν παραπέμπει σὲ δικό του ἀπὸσπασμα ποὺ νὰ ὑπερβαίνει τοὺς τριάντα στίχους καὶ τὰ κομμάτια τῶν παπύρων (ἀκόμη ἀνακαλύπτονται: τὰ πιὸ πρόσφατα θραύσματα ἀνασύρθηκαν ἀπὸ κάτι νεκρικὲς μάσκες στὴν Αἴγυπτο τὸ 1977) ἀποκρύπτουν περίπου ὅσα δείχνουν. Ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῶν θραυσμάτων τοπυ Στησιχόρου στὰ ἑλληνικὰ ἔχει ἐκδοθεῖ δεκατρεῖς φορὲς ὣς τὰ τώρα ἀπὸ διαφορετικοὺς ἐπιμελητὲς, μὲ πρῶτο τὸν Bergk τὸ 1882. Καμία ἔκδοση δὲν εἶναι ὁλόιδια μὲ κάποιαν ἄλλη στὰ περιεχόμενα ἢ στὴ σειρὰ τῶν περιεχομένων της. Ὁ Bergk λέει ὅτι ἡ ἱστορία ἑνὸς κειμένου μοιάζει μὲ ἕνα μακρὺ χάδι. Καὶ ἔτσι νὰ εἶναι, τὰ θραύσματα τῆς Γηρυονίδος φαίνονται σὰν ὁ Στησίχορος νὰ εἶχε συνθέσει ἕνα ὀγκώδες ἀφηγηματικὸ ποίημα, τὸ ὁποῖο μετὰ έσκισε σὲ κομματάκια καὶ τὰ ἔθαψε σὲ κάποιο κουτὶ μὲ κάτι στίχους τραγουδιῶν καὶ σημειώσεις διαλέξεων καὶ τεμάχια κρέατος. Ἡ ἀρίθμηση τῶν θραυσμάτων σοῦ λέει πάνω-κάτω πῶς αὐτὰ τὰ κομματάκι ἔπεσαν ἔξω ἀπὸ τὸ κουτὶ. Μπορεῖς φυσικὰ νὰ συνεχίσεις νὰ ἀνακινεῖς τὸ κουτί. «Πιστέψτε μὲ γιὰ τὸ κρέας καὶ γιὰ μένα», ὅπως λέει ἡ Γερτρούδη Στάιν. Νά. Ἀνακίνησέ το.

ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΡΕΑΣ:

ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΥ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ

______


Ι.

ΓΥΡΗΟΝΗΣ

Ὁ Γηρυόνης ἦταν τέρας καὶ ὅλα του κόκκινα

Ἔβγαλε τὸ μουσούδι του ἀπὸ τὰ σκεπάσματα τὸ πρωὶ ἦταν κόκκινο

Πόσο σκληρὸ τὸ κόκκινο τοπίο ὅπου σέρνονταν τὰ βόδια του

Νὰ περδικλώνονται στὸν κόκκινο ἄνεμο

Ἔσκαβε αὐτὸς κάτω στὸ κόκκινο αὐγινὸ ζελέ τοῦ

Ὀνείρου τοῦ Γηρυόνη

Τ’ ὄνειρο τοῦ Γηρυόνη ἄρχισε κόκκινο κατόπιν γλίστρησε ἀπὸ τὴ λεκάνη κι ἔτρεξε

Πρὸς τὰ πάνω ἔσπασε τ’ ἀσήμι τινάχτηκε μέσα ἀπὸ τὶς ρίζες του σὰν κουτάβι

Κρυφὸ κουτάβι Στὰ προπύλαια ἄλλης μίας κόκκινης ἡμέρας

ΙΙ.

ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ ΕΦΤΑΣΕ ΕΚΕΙΝΟΣ

Ἀντίπερα μέσα ἀπ’ τοὺς λόφους τοῦ ἄλατος ήταν Ἐκεῖνος

Ἤξερε γιὰ τὸ χρυσάφι τοῦ σπιτιοῦ

Εἶχε δεῖ τὸν κόκκινο καπνὸ πάνω ἀπὸ τοὺς κόκκινους πυργίσκους

ΙΙΙ.

ΓΗΡΥΟΝΟΣ ΓΟΝΕΙΣ

Ἂν ἐπιμένεις νὰ φορᾶς τὴ μάσκα σου στὸ τραπέζι

Ἒ Καληνύχτα Τότε εἶπαν καὶ τὸν ὀδήγησαν πάνω

Σ’ ἐκείνη τὴν αἱμάσσουσα σκάλα ὢς τὰ καυτὰ στεγνὰ Χέρια

Ὢς τὸ σταθμευμένο κόκκινο ταξί τοῦ δαίμονα

Δὲ θέλω νὰ πάω θέλω νὰ μείνω Κάτω καὶ νὰ διαβάσω

IV.

ΓΗΡΥΟΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ

Ὁ Γηρυόνης διέσχισε τὸ κόκκινο μῆκος τοῦ μυαλοῦ του καὶ ἀπάντησε Ὄχι

Ἦταν φόνος Καὶ ἔσκισε γιὰ νὰ δεῖ τὰ κείμενα βόδια

Ὅλα αὐτὰ τὰ γλυκούλια εἶπε ὁ Γηρυόνης Καὶ τώρα ἐγώ

V.

ΓΗΡΥΟΝΟΣ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Τὸ εἶδε ἡ μάνα του ἔτσι εἶναι οἱ μανάδες

Πίστεψέ με εἶπε Μηχανικὲ τῆς ἀπαλότητάς του

Δὲ χρειάζεται ν’ ἀποφασίσεις τώρα κιόλας

Πίσω ἀπὸ τὸ κόκκινο δεξί της μάγουλο ὁ Γηρυόνης μποροῦσε νὰ δεῖ

Τὸ πηνίο τοῦ καυτοῦ πιάτου ν’ ἀρχίζει νὰ λάμπει

VI.

ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

Ἡ Ἀθηνὰ κοιτοῦσε κάτω μέσα ἀπὸ τὸ δάπεδο

Τοῦ γυαλόστρωτου καραβιοῦ ἡ Ἀθηνὰ ἔδειξε

Ὁ Δίας κοίταξε Ἐκεῖνον

VII.

ΓΗΡΥΟΝΟΣ Σ/Κ

Ἀργότερα ἒ αργότερα ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μπὰρ πῆγαν πίσω στοῦ κενταύρου

Τὸ σπίτι ὁ κένταυρος εἶχε ἕνα ποτήρι φτιαγμένο ἀπὸ κρανίο Κρατώντας τρία

Δάχτυλα κρασί Κρατώντας τὸ ἔπινε Γιά κόπιασε ἐδῶ μπορεῖς

Νὰ φέρεις καὶ τὸ ποτό σου ἂν φοβᾶσαι νά ’ρθεις μόνος Ὁ κένταυρος

Χάιδεψε τὸν καναπὲ δίπλα του Κοκκινωπὸ κίτρινο ζωντανὸ ζωάκι

Οὔτε μιὰ μέλισσα δὲν ἀνηφόρισε στὴ ραχοκοκαλιὰ τοῦ Γηρυόνη ἀπὸ τὰ μέσα

VIII.

ΓΗΡΥΟΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ

Μιὰ ἥσυχη ρίζα ἴσως καὶ νὰ ξέρει πῶς νὰ οὐρλιάζει Τοῦ άρεσε νὰ

Ρουφᾶ τὶς λέξεις Ἐδῶ βρίσκεται μιὰ παντοδύναμη θά ’λεγε

Μετὰ ἀπὸ μέρες στησίματος στὴν ξώθυρα

ΝΥΧΤΟΚΑΨΑΣΝΙΦΑΡΙΣΜΕΝΗ

IX.

ΓΗΡΥΟΝΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ὁ Γηρυόνης ἦταν ξαπλωμένος στὴ γῆ καλύπτοντας τ’ ἀφτιά του Ὁ ἦχος

Τῶν ἀλόγων σὰν ρόδα ποὺ τὰ καίνε ζωντανά

Χ.

ΠΕΡΙ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ ἀστυνομία ἦταν ἀδύναμη Ἡ οἰκογένεια ἦταν δυνατή

Τὸν πήρε ἀπὸ τὸ χέρι τὴν πρώτη μέρα ἡ μάνα τὸν Γηρυόνη στὸ

Σχολεῖο Τοῦ τακτοποίησε τὶς μικρὲς κόκκινες φτεροῦγες του καὶ τὸν ἔσπρωξε

Μέσα στὴν εἴσοδο

ΧΙ.

ΔΙΚΙΟ

Εἶναι πολλὰ τ’ ἀγοράκια ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι

Τέρατα; Ἀλλὰ στὴν περίπτωσή μου ἔχω δίκιο εἶπε ὁ Γηρυόνης στὸν

Σκύλο κάθονταν στὴ συστάδα τῶν δέντρων Ὁ σκύλος τὸν παρατηροῦσε

Χαρούμενα

ΧΙΙ.

ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ

Κατεβαίνει ἀπὸ ἕναν γδαρμένο οὐρανὸ Μαρτίου καὶ βυθίζεται

Πάνω μέσα στὸ τυφλὸ ἀτλαντικὸ πρωινό Ἕνα κόκκινο

Σκυλάκι νὰ χοροπηδάει καταμῆκος τῆς παραλίας μίλια κάτω

Σὰν ἀπελευθερωμένη σκιά

ΧΙΙΙ.

ΗΡΑΚΛΕΟΣ ΦΟΝΙΚΟ ΡΟΠΑΛΟ

Τὸ κόκκινο σκυλάκι δὲν τὸν εἶδε τὸ ἔνοιωσε Ὅλα

Συνεχίζουν ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα

XIV.

ΗΡΑΚΛΕΟΣ ΒΕΛΟΣ

Βέλος θὰ πεῖ θήραμα Χώρισε τὸ κρανίο τοῦ Γηρυόνη σὰν χτένα Ἔκανε

Τὸν ἀγορίσιο αὐχένα νὰ γείρει Σὲ μιὰ περίεργη ἀργὴ γωνία πλάγια ὅπως ὅταν μία

Παπαρούνα ντροπιάζεται μ’ ἕνα μαστίγωμα Γυμνοῦ ἀέρα

XV.

ΤΑ ΓΝΩΣΤΑ ΠΕΡΙ ΓΗΡΥΟΝΟΣ

Ἀγαποῦσε τὶς ἀστραπές Ζοῦσε σὲ ἕνα νησί Ἡ μάνα του ἦταν μιὰ

Νύμφη ποταμοῦ ποὺ ἔτρεχε στὴ θάλασσα Ὁ πατέρας του ἦταν ἕνα

Μηχάνημα κοπῆς χρυσοῦ Παλαιὰ σχόλια ἀναφέρουν ὅτι ὁ Στησίχορος λέει πὼς

Ὁ Γηρυόνης εἶχε ἕξι χέρια καὶ ἕξι πόδια καὶ φτεροῦγες Ἦταν κόκκινος καὶ

Τὸ παράξενο κόκκινο βόδι του προκαλοῦσε φθόνο Ὁ Ἡρακλῆς ἦρθε καὶ

Τὸν σκότωσε γιὰ τὸ βόδι του

Καὶ τὸν σκύλο ἐπίσης

XVI.

ΓΗΡΥΟΝΟΣ ΤΕΛΟΣ

Ὁ κόκκινος κόσμος Καὶ τὰ ἀντίστοιχα κόκκινα ἀεράκια

Συνέχισαν ὁ Γηρυόνης ὄχι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

________


TESTIMONIA

ΕΠΙ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΤΥΦΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ

Λεξικὸ Σούδα λ. παλινωδία: «ἐναντία ὠδή»· ἢ «τὸ τὸ ἐναντία εἰπείν τοῖς προτέροις». Π.χ. γιὰ τὴ γραπτή του κακοποίηση τῆς Ἑλένης ὁ Στησίχορος τυφλώθηκε, ἀλλὰ μετὰ συνέθεσε γιὰ ἐκείνην ἕνα ἐγκώμιον καὶ ἐπανῆλθε ἡ ὅρασή του. Τὸ ἐγκώμιον προῆλθε ἀπὸ ἕνα ὄνειρο καὶ ἀποκαλεῖται «Ἡ Παλινωδία».

Ἱσοκράτου Ἑλένη 64: Γυρεύοντας νὰ ἐπιδείξει τὴ δύναμή της ἡ Ἑλένη τιμώρησε παραδειγματικὰ τὸν ποιητὴ Στησίχορο· γεγονὸς γὰρ ὅτι ἄρχισε τὴν ὠδή του «Ἑλένη» μὲ λίγη βλασφημία. Μετὰ, ὅταν ἀνακάθησε ἀνακάλυψε ὅτι τοῦ στέρησαν τοὺς ὀφθαλμούς του. Καταλαβαίνοντας ἀμέσως τὴν αἰτία τῆς συμφορᾶς, ποίησε τὴν ἀποκαλούμενη «Παλινωδία» καὶ ἡ Ἑλένη ἀποκατέστησε τὴ φύση του.

Πλάτωνος Φαῖδρος 243a: Ὑπάρχει στὴ μυθολογία μία ἀρχαία τακτικὴ καθαρμοῦ γιὰ τοὺς ἐγκληματίες, τὴν ὁποία ὁ Ὁμηρος δὲν κατανοοῦσε, ἀλλὰ ὁ Στησίχορος ναί. Στερημένος ματιῶν ἀφοῦ κακομίλησε γιὰ τὴν Ἑλένη δὲν στάθηκε σὰν τον Ὅμηρο ἀγνοώντας τί νὰ κάνει — ὄχι! Τὸ ἀντίθετο· ὁ Στησίχορος ἦταν διανοούμενος. Ἀναγνώρισε τὴν αἰτία καὶ κάθισε εὐθὺς νὰ ποιήσει [τὴν «Παλινωδία» του]…

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

________

Η ΠΑΛΙΝΩΔΙΑ

ΤΟΥ

ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΥ

ΑΠΟ ΤΟΝ

ΣΤΗΣΙΧΟΡΟ

(ΘΡΑΥΣΜΑ

192 POETAE MELICI

GRAECI)

Ὄχι δὲν εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἱστορία.

Ὄχι ποτὲ δὲν μπῆκες στὰ σανιδωμένα πλοία.

Ὄχι ποτὲ δὲν ἔφτασες στοὺς πύργους τῆς Τρωάδας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

________

ΞΕΚΑΘΑΡΙΖΟΝΤΑΣ

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

ΤΗΣ ΤΥΦΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ

1. Εἴτε ἦταν τυφλὸς ὁ Στησίχορος εἴτε δὲν ἦταν.

2. Ἂν ἦταν ὁ Στησίχορος τυφλὸς ἡ τύφλωσή του εἴτε ἦταν μία προσωρινὴ κατάσταση εἴτε μία μόνιμη.

3. Ἂν ἡ τύφλωση τοῦ Στησιχόρου ἦταν προσωρινὴ κατάσταση τούτη ἡ κατάσταση εἴτε εἶχε μία δυνητικὴ αἰτία ἢ δὲν εἶχε καμία.

4. Ἂν τούτη ἡ κατάσταση εἶχε μία δυνητικὴ αἰτία ἐκείνη ἡ αἰτία ἦταν ἡ Ἑλένη ἢ ἡ αἰτία δὲν ἦταν ἡ Ἑλένη.

5. Ἂν ἡ αἰτία ἦταν ἡ Ἑλένη ἡ Ἑλένη εἶχε τοὺς λόγους τους ἢ δὲν εἶχε κανέναν.

6. Ἂν ἡ Ἑλένη εἶχε τοὺς λόγους της οἱ λόγοι ξεπήδησαν ἢ μέσα ἀπὸ κάποιο σχόλιο τοῦ Στησιχόρου ἢ ὂχι.

7. Ἂν οἱ λόγοι τῆς Ἑλένης ξεπήδησαν ἀπὸ κάποιο σχόλιο τοῦ Στησιχόρου εἴτε ἦταν ἕνα βαρύ σχόλιο γιὰ τὰ σεξουαλικὰ παραπτώματα τῆς Ἑλένης (γιὰ νὰ μὴν ποῦμε γιὰ τὰ δυσάρεστα μεθεόρτια τὴν Πτώση τῆς Τροίας) εἴτε δὲν ἦταν.

8. Ἂν ἦταν ἕνα βαρύ σχόλιο γιὰ τὰ σεξουαλικὰ παραπτώματα τῆς Ἑλένης (γιὰ νὰ μὴν ποῦμε γιὰ τὰ δυσάρεστα μεθεόρτια τὴν Πτώση τῆς Τροίας) εἴτε ἦταν ψέμα αὐτὸ τὸ σχόλιο εἴτε δὲν ἦταν.

9. Ἂν δὲν ἦταν ψέμα εἴτε τώρα πᾶμε ἀνάποδα καὶ συνεχίζοντας νὰ ἐπιχειρηματολογοῦμε ἔτσι θὰ φτάσουμε μᾶλλον πίσω στὴν αρχὴ τοῦ ἐρωτήματος τῆς τύφλωσης τοῦ Στησιχόρου εἴτε δὲν πᾶμε.

10. Ἂν τώρα πᾶμε ἀνάποδα καὶ συνεχίζοντας νὰ ἐπιχειρηματολο- γοῦμε ἔτσι θὰ φτάσουμε μᾶλλον πίσω στὴν αρχὴ τοῦ ἐρωτήματος τῆς τύφλωσης τοῦ Στησιχόρου εἴτε θὰ ἐπιστρέψουμε δίχως ἀπρόοπτα εἴτε θὰ συναντήσουμε τὸν Στησίχορο στὸν γυρισμό.

11. Ἂν συναντήσουμε τὸν Στησίχορο στὸν γυρισμό εἴτε θὰ μείνουμε σιωπηλοὶ εἴτε θὰ τὸν κοιτάξουμε κατάματα καὶ θὰ τὸν ρωτήσουμε τὶ γνώμη ἔχει γιὰ τὴν Ἑλένη.

12. Ἂν κοιτάξουμε τὸν Στησίχορο κατάματα καὶ τὸν ρωτήσουμε τὶ γνώμη ἔχει γιὰ τὴν Ἑλένη εἴτε θὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια εἴτε θὰ πεῖ ψέματα.

13. Ἂν ὁ Στησίχορος πεῖ ψέματα εἴτε θὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε ἀπευθείας ὅτι ψεύδεται εἴτε θὰ ξεγελαστοῦμε γιατὶ τώρα ποὺ πᾶμε ἀνάποδα τὸ τοπίο ὁλόκληρο μοιάζει γυρισμένο ἀπὸ τὴν ἀνάποδη.

14. Ἂν ξεγελαστοῦμε γιατὶ τώρα ποὺ πᾶμε ἀνάποδα τὸ τοπίο ὁλόκληρο μοιάζει γυρισμένο ἀπὸ τὴν ἀνάποδη εἴτε θὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι δὲν ἔχουμε οὔτε ἕνα κέρμα πάνω μας εἴτε θὰ πάρουμε τὴν Ἑλένη τηλέφωνο νὰ τῆς ποῦμε τὰ καλὰ νέα.

15. Ἂν πάρουμε τηλέφωνο τὴν Ἑλένη εἴτε θὰ καθίσει μὲ τὸ ποτήρι βερμούτ της καὶ θὰ τὸ ἀφήσει νὰ χτυπάει εἴτε θὰ τὸ σηκώσει.

16. Ἂν τὸ σηκώσει εἴτε θὰ τὸ ἀφήσουμε (ὅπως λένε) στ’ ἀβγά του εἴτε θὰ βάλουμε τὸν Στησίχορο στὸ ἀκουστικό.

17. Ἂν βάλουμε τὸν Στησίχορο στὸ ἀκουστικό εἴτε θὰ ὑποστηρίξει πὼς τώρα περισσότερο ἀπὸ ποτὲ βλέπει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὶς πουτανιές της εἴτε θὰ παραδεχτεῖ ὅτι εἶναι ψεύτης.

18. Ἂν ὁ Στησίχορος παραδεχτεῖ ὅτι εἶναι ψεύτης εἴτε θὰ χαθοῦμε μὲς στὸ πλῆθος εἴτε θὰ μείνουμε νὰ δοῦμε τὴν ἀντίδραση τῆς Ἑλένης.

19. Ἂν μείνουμε νὰ δοῦμε τὴν ἀντίδραση τῆς Ἑλένης εἴτε θὰ ἐκπλαγοῦμε εὐχάριστα ἀπὸ τὶς διαλεκτικές της ἱκανότητες εἴτε θὰ μᾶς κατεβάσει στὸ κέντρο ἡ ἀστυνομία γιὰ ἀνάκριση.

20. Ἂν μᾶς κατεβάσει στὸ κέντρο ἡ ἀστυνομία γιὰ ἀνάκριση εἴτε θὰ περιμένουν ἀπὸ μᾶς (αὐτόπτες μάρτυρες γάρ) νὰ ξεκαθαρίσουμε μιὰ γιὰ πάντα τὸ ἐρώτημα τοῦ ἂν ἦταν ὁ Στησίχορος τυφλὸς εἴτε ὄχι.

21. Ἂν ὁ Στησίχορος ἦταν τυφλὸς εἴτε θὰ ποῦμε ψέματα ἢ ἂν ὄχι ὄχι.

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ

________

ΕΝΑ ΡΟΜΑΝΤΖΟ

The reticent volcano keeps

His never slumbering plan —

Confided are his projects pink

To no precarious man.

If nature will not tell the tale

Jehovah told to her

Can human nature not survive

Without a listener?

Admonished by her buckled lips

Let every babbler be

The only secret people keep

Is Immortality.

EMILY DICKINSON,

NO. 1748

Ι.

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ὁ Γηρυόνης ἔμαθε γιὰ τὴ δικαιοσύνη ἀπὸ τὸν ἀδερφό του πολὺ νωρίς.

________

Συνήθιζαν νὰ πηγαίνουν μαζὶ στὸ σχολεῖο. Ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη ἦταν πιὸ ὀγκώ- δης καὶ μεγάλος,

περπατοῦσε πρῶτος

ποῦ καὶ ποῦ ἔριχνε μιὰ τρεχάλα ἢ γονάτιζε γιὰ νὰ μαζέψει κάποια πέτρα.

Οἱ πέτρες κάνουν χαρούμενο τὸν ἀδερφό μου,

σκέφτηκε ὁ Γηρυόνης καὶ μελετοῦσε τὶς πέτρες καθὼς ἀκολουθοῦσε τριποδίζοντας.

Πόσο πολλὰ διαφορετικὰ εἴδη πετρῶν,

ἡ λιτὴ καὶ ἡ ἀλλόκοτη, δίπλα-δίπλα ξαπλωμένες πάνω στὸ κόκκινο χῶμα.

Γιά φαντάσου τὴ ζωὴ τῆς καθεμιᾶς τους!

Τώρα ἔπλεαν μέσα στὸν ἀέρα ἀπὸ ἕνα χαρούμενο χέρι,

τί μοίρα. Ὁ Γηρυόνης ἄνοιξε τὸ βῆμα του.

Ἔφτασε στὸ προαύλιο. Συγκεντρωνόταν μὲ πάθος στὰ πόδια καὶ στὸ ποῦ πατοῦσε.

Παιδιὰ χυνόντουσαν γύρω του

καὶ ἡ ἀφόρητη κόκκινη ἐπίθεση τῆς χλόης καὶ ἡ μυρωδιὰ παντοῦ τῆς χλόης

τὸν ἥλκυε πρὸς αὐτὸ

σὰν ἰσχυρὴ θάλασσα. Ἔνοιωθε τὰ μάτια του νὰ γέρνουν ἔξω ἀπ’ τὸ κρανίο του

πάνω στὰ μικρά τους βύσματα.

Ἔπρεπε νὰ φτάσει ὢς τὴν πόρτα. Ἔπρεπε νὰ μὴ χάσει τὸν ἀδερφό του.

Αὐτὰ τὰ δύο πράγματα.

Τὸ σχολεῖο ἦταν ἕνα ἐπίμηκες τούβλινο κτήριο στὸν βόρειο-νότιο ἄξονα. Νότια: Κύρια Εἴσοδος

μέσα ἀπ’ ὅπου κάθε ἀγόρι καὶ κορίτσι πρέπει νὰ μπαίνει.

Βόρεια: τὸ Νηπιαγωγεῖο, τὰ μεγάλα στρογγυλὰ παράθυρά του ν’ ἀτενίζουν τὶς ἀγροικίες

περιβαλλόμενα ἀπὸ ἕναν φράχτη μὲ κράνα.

Τὴν Κύρια Εἴσοδο καὶ τὸ Νηπιαγωγεῖο ἔνωνε ἕνας διάδρομος. Γιὰ τὸν Γηρυόνη ἦταν

ἑκατὸ χιλιάδες μίλια

ἀπὸ τοῦνελ κεραυνῶν κι ἕναν νέον ἐσωτερικὸ οὐρανὸ κοπανημένο διάπλατο ἀπὸ γίγαντες.

Χέρι-χέρι τὴν πρώτη μέρα τοῦ σχολείου

ὁ Γηρυόνης διέσχισε αὐτὸ τ’ ἀνοίκειο τερὲν μὲ τὴ μάνα του. Κατόπιν ὁ ἀδερφός του

ἔφερνε εἰς πέρας τὴ δουλειὰ αὐτὴ καθημερινά.

Ὅμως καθὼς ὁ Σεπτέμβρης ἔγινε Ὀκτώβρης μιὰ κούραση φούντωνε στὸν ἀδερφὸ τοῦ Γηρυόνη.

Ὁ Γηρυόνης ἦταν ἐξαρχῆς ἠλίθιος

ἀλλὰ τώρα πιὰ τὸ βλέμμα του σ’ ἔκανε νὰ αἰσθάνεσαι παράξενα.

Πήγαινέ με μιὰ φορὰ ἀκόμα μόνο θὰ τὸ καταφέρω,

ἔλεγε ὁ Γηρυόνης. Τὰ μάτια τρύπες φριχτές. Ἠλίθιε, εἶπε ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη

καὶ τὸν παράτησε.

Ὁ Γηρυόνης δὲν ἀμφέβαλλε ἠλίθιος ὄντως. Μὰ ὅταν ἐπέλθει ἡ δικαιοσύνη

ὁ κόσμος ἀποπέφτει.

Στεκόταν στὴ μικρὴ κόκκινη σκιά του καὶ σκεφτόταν τί νὰ κάνει τώρα.

Ἡ Κύρια Εἴσοδος ὀρθωνόταν μπροστά του. Ἴσως—

κοιτάζοντας προσεκτικὰ κινήθηκε ἀνάμεσα στὶς φλόγες τοῦ μυαλοῦ του ὣς τὸ μέρος ὅπου

θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ χάρτης.

Ἀντὶ γιὰ χάρτη τοῦ σχολικοῦ διαδρόμου ὑπῆρχε ἕνα βαθὺ λαμπερὸ κενό.

Ἡ ὁργῆ τοῦ Γηρυόνη ἦταν ὁλοκληρωτική.

Τὸ κενὸ ἀναφλέχθηκε καὶ κάηκε ὣς τὴ ρίζα. Ὁ Γηρυόνης ἔτρεξε.

Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ Γηρυόνης πήγαινε στὸ σχολεῖο μόνος.

Δὲν πλησίαζε καθόλου τὴν Κύρια Εἴσοδο. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀγνή. Κατευθυνόταν

καταμῆκος τοῦ ἐξωτερικοῦ τοίχου,

πέρα ἀπὸ τὰ παράθυρα τῆς Α΄ Γυμνασίου, τῆς Τετάρτης, τῆς Δευτέρας καὶ τῆς τουαλέτας τῶν ἀγοριῶν

ὣς τὸ βόρειο ἄκρο τοῦ σχολείου

καὶ τοποθετοῦταν στοὺς θάμνους ἔξω ἀπὸ τὸ Νηπιαγωγεῖο. Ἐκεῖ στεκόταν

ἀκίνητος

ὥσπου νὰ τὸν προσέξει κάποιος ἀπὸ μέσα καὶ νὰ βγεῖ νὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο.

Δὲν ἔκανε νοήματα.

Δὲν χτυποῦσε τὸ γυαλί. Περίμενε. Μικρός, κόκκινος, καὶ μὲ ἵσια πλάτη περίμενε,

σφίγγοντας τὴν καινούργια σάκα του

μὲ τὸ ἕνα χέρι καὶ ψηλαφώντας ἕνα τυχερὸ κέρμα στὴν τσέπη τοῦ παλτού του μὲ τ’ ἄλλο,

ἐνόσω τὰ πρῶτα χιόνια τοῦ χειμῶνα

ἔπεφταν ἀνάλαφρα στὰ βλέφαρά του καὶ σκέπαζαν τὰ κλαριὰ τριγύρω του καὶ φίμω- ναν

κάθε ἴχνος τοῦ κόσμου.

ΙΙ.

ΚΑΘΕΝΑΣ

Σὰν μέλι εἶναι ὁ ὕπνος τῶν δικαίων.

________

Ὅταν ἦταν μικρὸς ὁ Γηρυόνης λάτρευε τὸν ὕπνο μὰ περισσότερο τὸ νὰ ξυπνάει.

Ἔτρεχε ἔξω μὲ τὶς πιτζᾶμες του.

Ἄνεμοι σκληροὶ τοῦ πρωινοῦ φυσοῦσαν βολὲς ζωῆς ἐνάντια στὸν οὐρανὸ καθεμιά τους ἀρκετὰ γαλανὴ

Γιὰ νὰ ἐγκαινιάσει ἕναν δικό της κόσμο.

Ἡ λέξη καθεμιὰ παρασερνόταν πρὸς τὸ μέρος του καὶ διαλυόταν μὲς στὸν ἄνεμο. Ὁ Γηρυόνης εἶχε πάντοτε

αὐτὸ τὸ πρόβλημα: μιὰ λέξη σὰν τὴν καθεμιά,

ὅποτε τὴν καλοκοίταζε, ἔσπαγε σὲ γράμματα κι ἐξαφανιζόταν.

Ἕνας χῶρος γιὰ τὴ σημασία της παρέμενε ἐκεῖ μὰ κενός.

Τὰ ἴδια τὰ γράμματα θὰ μποροῦσαν νὰ βρεθοῦν κρεμασμένα ἀπὸ κλαριὰ ἢ ἔπιπλα στὴ γύρω περιοχή.

Τι σημαίνει καθεμιὰ;

Ρώτησε κάποτε τὴ μάνα του ὁ Γηρυόνης. Ποτὲ δὲν τού ’λεγε ψέματα. Μόλις θὰ ἐξηγοῦσε τὴ σημασία

Θὰ κολλοῦσε.

Ἀπάντησε, Καθένας σημαίνει ὅπως ἐσὺ μὲ τὸν ἀδερφό σου καθένας σας ἔχει τὸ δωμάτιό του.

Ἐνδύθηκε αὐτὴ τὴν ἰσχυρὴ λέξη καθένας.

Τὴν ἔγραφε στὸν μαυροπίνακα τοῦ σχολείου (ὁλόσωστα) μ’ ἕνα κομμάτι πορφυρῆς κιμωλίας.

Σκεφτόταν ἀπαλὰ

ἄλλες λέξεις ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ φυλᾶ μαζί του ὅπως αὐχένας καὶ πυθμένας. Μετὰ ἔβαλαν

τὸν Γηρυόνη στὸ δωμάτιο τοῦ ἀδερφοῦ του.

Ἀτύχημα ἦταν. Ἡ γιαγιὰ τοῦ Γηρυόνη ἦρθε γιὰ ἐπίσκεψη κι ἔπεσε ἀπὸ τὸ λεωφορείο.

Οἱ γιατροὶ τὴν συναρμολόγησαν

Μὲ μιὰ μεγάλη ἀσημένια βελόνα. Κατόπιν ἐκείνη κι ἡ βελόνα της ἔπρεπε νὰ ξαπλώνουν ἀκίνητες στὸ δωμάτιο τοῦ Γηρυόνη

ἐπὶ μῆνες καὶ μῆνες. Ἔτσι ξεκίνησε ἡ νυχτερινὴ ζωὴ τοῦ Γηρυόνη.

Πρὶν ὁ Γηρυόνης δὲν εἶχε ζήσει νύχτες μόνο μέρες καὶ τὸ κόκκινο ἀνάμεσό τους.

Τί ’ν’ αὐτὴ ἡ μυρωδιὰ στὸ δωμάτιό σου; ρώτησε ὁ Γηρυόνης.

Ὁ Γηρυόνης καὶ ὁ ἀδερφός του ἦταν ξαπλωμένοι στὸ σκοτάδι στὴν κουκέτα τους ὁ Γηρυόνης ἀπὸ πάνω.

Ὅποτε ὁ Γηρυόνης κουνοῦσε τὰ χέρια ἢ τὰ πόδια του

οἱ σοῦστες ἔκαναν ἕνα εὐχάριστο ΠΙΝΓΚ ΣΑΝΚ ΣΑΝΚ ΠΙΝΓΚ ποὺ τὸν τύλιγε ἀπὸ κάτω

σὰν παχὺς καθαρὸς ἐπίδεσμος.

Δὲν ἔχει καμία μυρωδιὰ τὸ δωμάτιό μου, εἶπε ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη. Μπορεῖ νὰ ’ναι οἱ κάλτσες σου,

ἢ τὸ βατράχι ἔβαλες

μέσα τὸ βατράχι; εἶπε ὁ Γηρυόνης. Αὐτὸ ποὺ μυρίζει εἶσαι ἐσύ Γηρυόνη.

Ὁ Γηρυόνης ἔκανε παύση.

Σεβόταν τ’ ἀντικειμενικὰ στοιχεῖα ἴσως νά ’ταν τέτοιο κι αύτὸ. Τότε ἄκουσε

ἕναν διαφορετικὸ ἦχο ἀπὸ κάτω.

ΣΑΝΚ ΣΑΝΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ

ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ ΠΙΝΓΚ.

Ὁ ἀδερφός του τραβοῦσε τὸ μαντζαφλάρι του ὅπως τὰ περισσότερα βράδια προτοῦ κοιμηθεῖ.

Γιατί τραβᾶς τὸ μαντζαφλάρι σου;

Ρώτησε ὁ Γηρυόνης. Νὰ μὴ σὲ νοιάζει γιά νὰ δοῦμε τὸ δικό σου, εἶπε ὁ ἀδερφός του.

Ὄχι.

Πάω στοίχημα ὅτι δὲν ἔχεις κάν. Ὁ Γηρυόνης τσέκαρε. Ναὶ ἔχω.

Εἶσαι τόσο ἄσχημος ποὺ πάω στοίχημα ὅτι σού ’πεσε.

Ὁ Γηρυόνης παρέμεινε σιωπηλός. Ἤξερε τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ γεγονός κι ἀδελφικὸ μίσος.

Δεῖξε μου τὸ δικό σου

καὶ θὰ σοῦ δώσω κάτι καλό, εἶπε ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη.

Ὄχι.

Θὰ σοῦ δώσω ἕνα ἀπ’ τὰ γατομάτια μου.

Ὄχι δὲ θὰ μοῦ τὸ δώσεις.

Ἀμέ.

Δὲ σὲ πιστεύω.

Τὸ ὑπόσχομαι.

Ὁ Γηρυόνης βλέπετε ἤθελε πολὺ ἕνα γυάλινο γατομάτι. Ποτὲ δὲν μποροῦσε νὰ κερδίσει κάποιο γατομάτι ὅποτε

Γονάτιζε μὲ παγωμένα γόνατα

Στὸ δάπεδο τοῦ ὑπογείου γιὰ νὰ παίξει βόλους μὲ τὸν ἀδερφό του καὶ τοὺς φίλους τοῦ ἀδερφοῦ του.

Ἕνας γυάλινος

ὑστερεῖ μόνο σὲ σχέση μ’ ἕναν ἀτσαλένιο. Κι ἔτσι ἀνέπτυξαν μιὰν οἰκονομία ἀπὸ σὲξ

γιὰ γυάλινα γατομάτια.

Νὰ τοῦ τραβῶ τὸ μαντζαφλάρι κάνει τὸν ἀδερφό μου χαρούμενο, σκεφτόταν ὁ Γηρυ- όνης. Μὴν τὸ πεῖς στὴ Μαμά,

εἶπε ὁ ἀδερφός του.

Τ’ αρμένισμα μέσα στὸ σάπιο ρουμπίνι τῆς νύχτας ἔγινε ἕνας ἀγώνας ἀνεξαρτησίας

κι ἐσφαλμένης λογικῆς.

Ἔλα Γηρυόνη.

Ὄχι.

Μοῦ χρωστᾶς.

Ὄχι.

Σὲ μισῶ. Δὲ μὲ νοιάζει. Θὰ τὸ πῶ στὴ Μαμά. Θὰ τῆς πεῖς τί;

Γιὰ τὸ πῶς κανεὶς δὲ σὲ συμπαθεῖ στὸ σχολεῖο.

Ὁ Γηρυόνης ἔκανε παύση. Τὰ γεγονότα εἶναι πιὸ ὀγκώδη στὸ σκοτάδι. Ποῦ καὶ ποῦ τότε κατέβαινε

Στὸ ἄλλο κρεβάτι

Κι ἄφηνε τὸν ἀδερφό του νὰ τοῦ κάνει ὅ,τι θέλει ἢ ἀλλιῶς κρεμιόταν ἀνάμεσα μὲ τὸ κεφάλι του χωμένο

στὴν ἄκρη τοῦ δικοῦ του στρώματος,

τὰ κρύα δάχτυλα νὰ ἱσορροποῦν στ’ ἀποκάτω κρεβάτι. Μόλις τελείωναν ἡ φωνὴ τοῦ ἀδερφοῦ του

γινόταν πολὺ μαλακή.

Εἶσαι καλὸς Γηρυόνη θὰ σὲ πάω γιὰ κολύμπι αὔριο ὀκέι;

Ὁ Γηρυόνης ἀνέβαινε πίσω στὸ κρεβάτι του,

ἀνέσυρε τὸ παντελόνι τῆς πιτζάμας του καὶ ξάπλωνε ἀνάσκελα. Ξάπλωνε ὁλόισια

στὶς φανταστικὲς θερμοκρασίες

τοῦ κόκκινου παλμοῦ καθὼς καταλάγιαζε καὶ σκεφτόταν τὴ διαφορὰ

ἀνάμεσα στὸ ἔξω καὶ τὸ μέσα.

Τὸ μέσα εἶναι δικό μου, σκεφτόταν. Τὴν ἐπόμενη μέρα ὁ Γηρυόνης κι ὁ ἀδερφός του

πῆγαν στὴν παραλία.

Κολύμπησαν κι ἐξασκήθηκαν στὸ ρέψιμο κι ἔφαγαν ψωμὶ μὲ μαρμελάδα κι ἄμμο πάνω σὲ μιὰ κουβέρτα.

Ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη βρῆκε ἕνα ἀμερικάνικο δολάριο

Καὶ τό ’δωσε στὸν Γηρυόνη. Ὁ Γηρυόνης βρῆκε ἕνα κομμάτι ἀπὸ παλιὸ πολεμικὸ κράνος καὶ τό ’κρυψε.

Ἦταν ἡ ἴδια μέρα

Ποὺ ἄρχισε τὴν αὐτοβιογραφία του. Σ’ αὐτό του τὸ ἔργο ὁ Γηρυόνης ἀπόθεσε ὅλο του τὸ μέσα

ἰδίως τὸν ἡρωισμό του

καὶ τὸν πρόωρο θάνατό του ποὺ ἀπέλπισε τὴν κοινότητα. Παρέλειψε ἐν ψυχρῶ

ὅ,τι ἦταν ἀπέξω.

ΙΙΙ.

ΣΤΡΑΣΑΚΙΑ

Ὁ Γηρυόνης ἵσιωσε τὴν πλάτη του κι ἔβαλε γρήγορα τὰ χέρια του κάτω απ’ τὸ τραπέζι, ὄχι ὅσο γρήγορα θά ’θελε.

________

Μὴν τὸ ξύνεις Γηρυόνη θὰ μολυνθεῖ. Ἄσ’ το στὴν ἡσυχία του νὰ γιάνει,

εἶπε ἡ μάνα του

στραφταλίζοντας καθὼς περνοῦσε πρὸς τὴν πόρτα. Φοροῦσε ὅλα της τὰ στήθη ἀπόψε.

Ὁ Γηρυόνης παρακολουθοῦσε μαγεμένος.

Ἔδειχνε τόσο θαρραλέα. Θὰ μποροῦσε νὰ τὴν κοιτάζει γιὰ πάντα. Μὰ τώρα ἦταν στὴν πόρτα

κι ἀμέσως μετὰ ἐξαφανίστηκε.

Ὁ Γηρυόνης αἰσθανόταν τοὺς τοίχους τῆς κουζίνας νὰ μαζεύουν καθὼς ὁ πιὸ πολὺς ἀέρας τοῦ δωματίου

στροβιλίστηκε στὸ κατόπι της.

Δὲν μποροῦσε ν’ ἀναπνεύσει. Ἤξερε ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ κλάψει. Καὶ ἤξερε ὅτι ὁ ἦχος

τῆς πόρτας ποὺ κλείνει

ἔπρεπε νὰ μείνει ἔξω ἀπ’ αὐτόν. Ὁ Γηρυόνης ἔστρεψε τὴν προσοχή του στὸν ἐσωτερικό του κόσμο.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μπῆκε ὁ ἀδερφός του στὴν κουζίνα.

Θὲς νὰ παλέψουμε; εἶπε ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη.

Ὄχι, εἶπε ὁ Γηρυόνης.

Γιατί; Ἀπλῶς ἄσε με. Ἔλα μωρέ. Ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη σήκωσε

τ’ ἄδειο τενεκεδένιο μπὸλ τῶν φρούτων

ἀπ’ τὸ τραπέζι τῆς κουζίνας καὶ τό ’βαλε ἀνάποδα στὸ κεφάλι τοῦ Γηρυόνη.

Τί ὥρα εἶναι;

Ἡ φωνὴ τοῦ Γηρυόνη ἦρθε πνιχτὴ κάτω ἀπὸ τὸ μπόλ. Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, εἶπε ὁ ἀδερφός του.

Σὲ παρακαλῶ.

Κοῖτα μόνος σου. Δὲ θέλω. Δὲν μπορεῖς θὲς νὰ πεῖς.

Τὸ μπὸλ τῶν φρούτων ἦταν τελείως ἀκίνητο.

Εἶσαι τόσο ἠλίθιος ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ διαβάσεις τὴν ὥρα; Πόσο εἶσαι τέλος πάντων; Τί βλαμμένο.

Μπορεῖς νὰ δέσεις τὰ κορδόνια σου ἢ ἀκόμα;

Τὸ μπὸλ τῶν φρούτων ἔκανε παύση. Ὁ Γηρυόνης μποροῦσε πράγματι νὰ κάνει κόμπους ἀλλ’ ὄχι φιόγκους.

Ἐπέλεξε νὰ προσπεράσει αὐτὴ τὴ διάκριση.

Ναί.

Ξαφνικὰ ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη κινήθηκε πίσω του καὶ τὸν ἄρπαξε ἀπὸ τὸν αὐχένα.

Αὐτὴ εἶναι ἡ λαβὴ τοῦ ἀθόρυβου θανάτου,

Γηρυόνη, τὴν ἔχουνε στὸν πόλεμο γιὰ νὰ βγάζουν ἀπ’ τὴ μέση τοὺς φρουρούς. Μ’ ἕνα

ξαφνικὸ γύρισμα

μπορῶ νὰ σοῦ σπάσω τὸν αὐχένα.

Ἄκουσαν τὴν μπέιμπι-σίτερ νὰ πλησιάζει καὶ ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη ἀποτραβήχτηκε

ἀπότομα.

Πάλι κατσούφης εἶναι ὁ Γηρυόνης;

Εἶπε ἡ μπέιμπι-σίτερ μπαίνοντας στὴν κουζίνα. Ὄχι, εἶπε τὸ μπὸλ τῶν φρούτων.

Ὁ Γηρυόνης ἤθελε πάρα πολὺ

νὰ κρατήσει ἀπέξω τὴ φωνὴ τῆς μπέιμπι-σίτερ. Κατ’ ἀκρίβεια θὰ προτιμοῦσε

νὰ μὴν τὴν ἤξερε κάν

μὰ ὑπῆρχε μία πληροφορία ποὺ χρειαζόταν ν’ ἀποσπάσει.

Τί ὥρα εἶναι;

ἄκουσε τὸν ἑαυτό του νὰ ρωτάει. Ὀχτὼ παρὰ τέταρτο, ἀπάντησε. Τί ὥρα θὰ γυρίσει ἡ

Μαμά;

Ἂ θέλει ὥρα ἀκόμα,

ἴσως στὶς ἔντεκα. Ἀκούγοντάς το αὐτὸ ὁ Γηρυόνης αἰσθάνθηκε τὰ πάντα στὸ δωμάτιο

νὰ ἐκσφενδονίζονται

μακριά του

στὶς ἐσχατιὲς τοῦ κόσμου. Ἐν τῶ μεταξὺ ἡ μπέιμπι-σίτερ συνέχισε,

Ἄντε ἐτοιμάσου γιὰ ὕπνο, Γηρυόνη.

Ἔβγαζε τὸ μπὸλ ἀπ’ τὸ κεφάλι τοῦ Γηρυόνη καὶ πήγαινε πρὸς τὸν νιπτῆρα.

Θέλεις νὰ σοῦ διαβάσω;

Ἡ μαμά σου λέει ὅτι δυσκολεύεσαι νὰ κοιμηθεῖς. Τὶ σοῦ αρέσει νὰ διαβάζεις;

Ἀποκόμματα λέξεων πλανήθηκαν πέρα ἀπ’ τὸ μυαλὸ τοῦ Γηρυόνη σὰν στάχτες.

Ἤξερε ὅτι ἔπρεπε νὰ τὴν ἀφήσει νὰ τοῦ διαβάσει μὲ τὴ λάθος της φωνή.

Στεκόταν μπροστά του πλέον

χαμογελώντας διάπλατα καὶ ψαχουλεύοντας τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ μάτια της. Διάβα-

σε τὸ βιβλίο τῶν κολύμβων, εἶπε.

Αὐτὸ ἦταν μία μανούβρα.

Τὸ βιβλίο τῶν κολύμβων ἦταν ἕνα ἐγχειρίδιο μὲ ὀνόματα κολύμβων. Τουλάχιστον

θὰ κρατοῦσε τὴ λάθος φωνή της

μακριὰ ἀπὸ λέξεις ποὺ ἀνῆκαν στὴ μητέρα του. Ἡ μπέιμπι-σίτερ πῆγε χαρωπὰ

νὰ βρεῖ τὸ βιβλίο τῶν κολύμβων.

Ἀργότερα ἡ μπέιμπι-σίτερ κι ὁ Γηρυόνης κάθονταν στὸ πάνω κρεβάτι ὀνοματίζοντας

κολύμβους

ὅταν ὅρμησε μέσα ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη

καὶ προσγειώθηκε στὸ κάτω κρεβάτι, τινάζοντάς τους ὅλους ὣς τὸ ταβάνι.

Ὁ Γηρυόνης τραβήχτηκε

στὸν τοῖχο ἀγκαλιάζοντας τὰ γόνατά του μόλις ἐμφανίστηκε τὸ κεφάλι τοῦ ἀδερφοῦ

του,

κατόπιν κι ὁ ὑπόλοιπος.

Σκαρφάλωσε δίπλα στὸν Γηρυόνη. Εἶχε ἕνα παχὺ λάστιχο

Τεντωμένο ἀνάμεσα στὸν ἀντίχειρα

Καὶ τὸν δείκτη του ποὺ τὸ τίναξε στὸ πόδι τοῦ Γηρυόνη. Ποιό εἶναι τ’ ἀγαπημένο σου

ὅπλο;

Ἐμένα εἶναι ὁ καταπέλτης ΜΠΛΑΜ

Χτύπησε τὸ πόδι τοῦ Γηρυόνη πάλι —μπορεῖς νὰ ξεπαστρέψεις ὅλο τὸ κέντρο

Μὲ μιὰ ξαφνικὴ ἐπίθεση καταπελτῶν ΜΠΛΑΜ—

ὅλοι νεκροὶ ἢ ἀλλιῶς γέμισέ το μ’ ἐμπρηστικὰ σὰν τὸν Μεγαλέξανδρο ἐκεῖνος

ἐφηῦρε τὸν καταπέλτη

ὁ Μεγαλέξανδρος αὐτοπροσώπως ΜΠΛΑΜΚόφ’ το,

εἶπε ἡ μπέιμπι-σίτερ

πηγαίνοντας ν’ ἀρπάξει τὸ λάστιχο. Ἀπέτυχε. Σπρώχνοντας τὰ γυαλιά της πίσω

στὴ μύτη της εἶπε, Ἡ γκαρότα.

Τὴν γκαρότα προτιμῶ. Εἶναι καθαρὴ καὶ τακτική. Ἰταλικὴ ἐφεύρεση θαρρῶ

ἂν κι ἡ λέξη εἶναι γαλλική.

Τί εἶναι ἡ γκαρότα; ρώτησε ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη. Παίρνοντας τὸ λάστιχο ἀπὸ τὸν

ἀντίχειρά του

τό ’χωσε στὴν τσέπη τῆς μπλούζας της κι εἶπε,

Ἕνα κάπως κοντὸ σκοινί συνήθως μεταξένιο μ’ ἕναν κόμπο στὴ μία ἄκρη. Τὸ βάζεις

γύρω ἀπ’ τὸ λαιμὸ κάποιου

ἀπὸ πίσω καὶ τὸ σφίγγεις. Φράζει τὴν τραχεία. Γρήγορος ἀλλ’ ἐπίπονος θάνατος.

Οὔτε θόρυβος οὔτε αἷμα

οὔτε προεξοχὴ στὴν τσέπη σου. Οἱ δολοφόνοι στᾶ τραῖνα τὴ χρησιμοποιοῦν.

Ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη τὴν παρατηροῦσε μὲ τό ’να μάτι κλειστὸ τὸν τρόπο του νὰ δίνει

ἀπόλυτη προσοχή.

Ἐσένα Γηρυόνη

Ποιό εἶναι τὸ ἀγαπημένο σου ὅπλο; Κλουβί, εἶπε ὁ Γηρυόνης πίσω ἀπὸ τὰ γόνατά του.

Τὸ κλουβί; εἶπε ὁ ἀδερφός του.

Βρὲ ἠλίθιε τὸ κλουβὶ δὲν εἶναι ὅπλο. Πρέπει νὰ κάνει κάτι γιὰ νά ’ναι ὅπλο.

Πρέπει νὰ ἐξολοθρεύει τὸν ἐχθρό.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούστηκε ἕνας δυνατὸς θόρυβος ἀπὸ κάτω. Μέσα στὸν Γηρυόνη

κάτι ἄρπαξε φωτιά.

Πετάχτηκε κάτω κι ἄρχισε νὰ τρέχει. Μαμά!

IV.

ΤΡΙΤΗ

Οἱ Τρίτες ἦταν οἱ καλύτερες.

________

Κάθε δεύτερη Τετάρτη τοῦ χειμῶνα ὁ πατέρας κι ὁ ἀδερφὸς τοῦ Γηρυόνη πήγαιναν

γιὰ χόκεϊ.

Ὁ Γηρυόνης κι ἡ μητέρα του ἔτρωγαν βραδινὸ οἱ δυό τους.

Ἀχνογέλαγαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καθὼς ἡ νύχτα σκαρφάλωνε στὴ στεριά. Ἄναβαν ὅλα

τὰ φῶτα

ἀκόμη καὶ στὰ δωμάτια ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦσαν.

Ἡ μητέρα τοῦ Γηρυόνη ἔφτιαχνε τ’ ἀγαπημένο φαΐ τους, πολτοποιημένα ροδάκινα κονσέρβας καὶ τὸστ

κομμένο σὲ ροδέλες γιὰ νὰ βουτᾶνε.

Πολὺ βούτυρο στὸ τὸστ ὥστε νὰ ἐπιπλέει λίγο λάδι πάνω στὸν πολτό.

Ἔπαιρναν τοὺς δίσκους τους στὸ σαλόνι.

Ἡ μητέρα τοῦ Γηρυόνη καθόταν στὸ χαλὶ μὲ περιοδικά, τσιγάρα καὶ τηλέφωνο.

Ὁ Γηρυόνης δούλευε πλάι της κάτω ἀπὸ τὴ λάμπα.

Κολλοῦσε ἕνα τσιγάρο σὲ μιὰ ντομάτα. Μὴν ξύνεις τὸ χειλάκι σου Γηρυόνη ἄσ’ το νὰ γιάνει.

Φυσοῦσε τὸν καπνὸ ἀπ’ τὰ ρουθούνια της

Καθὼς ἔπαιρνε τηλέφωνο. Μαρία; Ἐγὼ εἶμαι μπορεῖς νὰ μιλήσεις; Τί ’πε αὐτός;

Ἔτσι ἀπλά;

Μπάσταρδος

Αὐτὸ δὲν εἶναι ἐλευθερία ἀδιαφορία εἶναι

Κάποιου εἴδους πρεζόνι

Ἐγὼ θὰ τὸν πέταγα ἔξω τὸν ἄχρηστο

Μὴ γίνεσαι μελοδραματική —ἔσβησε μὲ δύναμη τὸ τσιγάρο— γιατί δὲν μπαίνεις γιὰ ἕνα ὡραῖο μπάνιο

Ναὶ γλυκιά μου τὸ ξέρω ὅτι δὲν ἔχει σημασία τώρα

Ὁ Γηρυόνης; Μιὰ χαρὰ δίπλα μου εἶναι δουλεύει πάνω στὴν αὐτοβιογραφία του

Ὄχι γλυπτὸ εἶναι δὲν ξέρει νὰ γράφει ἀκόμα

Ἂ τὸ ἕνα καὶ τ’ ἄλλο διάφορα πράματα ποὺ βρίσκει ἔξω ὁ Γηρυόνης ὅλο βρίσκει πρά- ματα

ἔτσι δὲν εἶναι Γηρυόνη;

Τοῦ ’κλεισε τὸ μάτι πάνω ἀπ’ τὸ τηλέφωνο. Ἐκεῖνος τῆς ἔκλεισε καὶ τὰ δύο μάτια

κι ἐπέστρεψε στὴ δουλειά του.

Εἶχε σκίσει μερικὰ κομμάτια κρατσανιστοῦ χαρτιοῦ ποὺ βρῆκε μὲς στὴν τσάντα της γιὰ νὰ τὰ κάνει μαλλιά

καὶ τὰ κολλοῦσε τώρα πάνω στὴν ντομάτα.

Ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ἕνα μαῦρο ἀγέρι τοῦ Γενάρη ἦρθε νὰ πατικώσει τὰ πάντα ἀπ’ τὴν κορφὴ τ’ οὐρανοῦ

καὶ χτύπησε μὲ δύναμη τὰ τζάμια.

Ἡ λάμπα τρεμούλιασε. Εἶναι πανέμορφο Γηρυόνη, εἶπε κλείνοντας τὸ τηλέφωνο.

Εἶναι ἕνα πανέμορφο γλυπτό.

Ἔβαλε τὸ χέρι της πάνω στὸ μικρό του φωτεινὸ κρανίο μελετώντας τὴν ντομάτα.

Καὶ σκύβοντας τοῦ ’δωσε ἕνα φιλί σὲ κάθε μάτι

Μετὰ σήκωσε τὸ μπόλ μὲ τὰ ροδάκινά της ἀπ’ τὸν δίσκο κι ἔδωσε στὸν Γηρυόνη τὸ δικό του.

Ἴσως τὴν ἐπόμενη φορὰ νὰ

Χρησιμοποιοῦσες μονοδόλαρο ἀντὶ γιὰ δεκάρικο γιὰ τὰ μαλλιά, εἶπε κι ἄρχισαν νὰ τρῶνε.

V.

ΣΙΤΑ

Ἡ μητέρα του στεκόταν στὴ σιδερώστρα ἀνάβοντας ἕνα τσιγάρο καὶ παρατηρώντας τὸν Γηρυόνη.

________

Ἔξω ὁ βαθύροδος ἀέρας

ἦταν ἤδη καυτὸς κι γεμάτος φωνές. Ὥρα νὰ πᾶς στὸ σχολεῖο, εἶπε γιὰ τρίτη φορά.

Ἡ δροσερὴ φωνή της ἔπλευσε

πάνω ἀπὸ μιὰ στοίβα πανιὰ καὶ καταμῆκος τῆς σκιερῆς κουζίνας ὣς τὸ μέρος ὅποὺ στεκόταν ὁ Γηρυόνης

στὴ σίτα.

Θὰ θυμόταν ὅταν θά ’ταν σαραντακάτι τὴ σκονισμένη σχεδὸν μεσαιωνικὴ μυρωδιὰ

τῆς ἴδιας τῆς σίτας καθὼς

πίεζε τὸ πρόσωπό του στὸ πλέγμα της. Ἦταν πίσω του τώρα. Αὐτὸ θά ’ταν δύσκολο

γιὰ σένα ἂν ἤσουν ἀδύναμος

ἀλλὰ δὲν εἶσαι ἀδύναμος, εἶπε καὶ τοῦ ’στρωσε τὶς μικρὲς κόκκινες φτεροῦγες καὶ τὸν ἔσπρωξε

ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα.

VI.

ΙΔΕΕΣ

Ἐντέλει ἔμαθε νὰ γράφει ὁ Γηρυόνης.

________

Ἡ φίλη τῆς μητέρας του Μαρία τοῦ ’δωσε ἕνα ὅμορφο σημειωματάριο ἀπ’ τὴν Ἰαπωνία

μ’ ἐξώφυλλο ποὺ φωσφόριζε.

Στὸ ἐξώφυλλο ὁ Γηρυόνης ἔγραψε Αὐτοβιογραφία. Μέσα κατέγραψε τὰ δεδομένα.

Ὅλα τὰ Δεδομένα γιὰ τὸν Γηρυόνη

Ὁ Γηρυόνης ἦταν τέρας καὶ ὅλα του κόκκινα. Ὁ Γηρυόνης ζοῦσε σ’ ἕνα

νησὶ τοῦ Ἀτλαντικοῦ μὲ τ’ ὄνομα Κόκκινος Τόπος. Ἡ μητέρα τοῦ Γηρυόνη ἦταν ἕνα

ποτάμι ποὺ τρέχει ὣς τὴ θάλασσα τὸ Ποτάμι τῆς Κόκκινης Χαρᾶς ὁ πατέρας τοῦ

Γηρυόνη ἦταν χρυσός. Κάποιοι λένε πὼς ὁ Γηρυόνης εἶχε ἔξι χέρια ἔξι

πόδια κάποιοι λένε καὶ φτερά. Ὁ Γηρυόνης ἦταν κόκκινος κι ἔτσι ἦταν καὶ τὸ παράξενο

κόκκινό του βόδι. Ὁ Ἡρακλῆς ἦρθε μιὰ μέρα

σκότωσε τὸν Γηρυόνη πῆρε τὸ βόδι.

Ἀκολούθησε τὰ Δεδομένα μ’ Ἐρωτήσεις κι Ἀπαντήσεις.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Γιατί σκότωσε ὁ Ἡρακλῆς τὸν Γηρυόνη;

1. Βίαιος ἀπλῶς.

2. Ἔπρεπε ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἄθλους του (10ος).

3. Τοῦ κόλλησε ἡ ἰδέα πὼς ὁ Γηρυόνης ἦταν ὁ Θάνατος εἰδάλλως θὰ ζούσε γιὰ πάντα.

ΕΝΤΕΛΕΙ

Ὁ Γηρυόνης εἶχε ἕνα κόκκινο σκυλάκι ὁ Ἡρακλῆς τὸ σκότωσε κι αὐτό.

Ποῦ τὶς βρίσκει αὐτὲς τὶς ἰδέες, εἶπε ὁ δάσκαλος. Ἦταν μέρα συνάντησης γονέων καὶ δασκάλων στὸ σχολεῖο.

Κάθονταν δίπλα-δίπλα σὲ μικροσκοπικὰ θρανία.

Ὁ Γηρυόνης παρακολούθησε τὴ μητέρα του νὰ βγάζει ἕνα κομματάκι καπνὸ ἀπὸ τὴ γλώσσα της πρὶν πεῖ,

Γράφει ποτὲ τίποτα μὲ χάπι-ἔντινγκ;

Ὁ Γηρυόνης ἔκανε παύση.

Μετὰ ἄπλωσε ψηλὰ τὸ χέρι του καὶ ἀπέσπασε προσεκτικὰ τὴν ἔκθεσή του

ἀπὸ τὸ χἐρι τοῦ δασκάλου.

Προβαίνοντας στὸ βάθος τῆς αἰθουσας στρώθηκε στὸ συνηθισμένο του θρανίο κι ἔβγαλε ἕνα μολύβι.

Νέο Τέλος.

Ἀνὰ τὸν κόσμο τὰ πανέμορφα κόκκινα ἀεράκια συνέχισαν νὰ φυσοῦν χέρι-

χέρι.

VII.

ΨΙΛΑ

Σὰν ἀπὸ θαῦμα ὁ Γηρυόνης ἔφτασε στὴν ἐφηβεία.

________

Τότε γνώρισε τὸν Ἡρακλῆ κι ὅλα τὰ βασίλεια τῆς ζωῆς του πέρασαν σὲ δεύτερη μοί- ρα.

Ἦταν δύο ἀνώτερα χέλια

Στὸν πυθμένα τοῦ ἐνυδρείου κι ἀναγνώριζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σὰν πλάγια γράμματα.

Ὁ Γηρυόνης πήγαινε στ’ ἀμαξοστάσιο

Μιὰ Παρασκευὴ βράδυ γύρω στὶς 3 π.μ. γιὰ νὰ χαλάσει καὶ νὰ τηλεφωνήσει στὸ σπίτι. Ὁ Ἡρακλῆς ἀποβιβάστηκε

ἀπ’ τὸ λεωφορείο τοῦ Νιοὺ Μέξικο κι ὁ Γηρυόνης

ἔστριψε γρήγορα ἀπ’ τὴ γωνία τῆς πλατφόρμας καὶ ὑπῆρξε μιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς στιγμές

ποὺ εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς τυφλότητας.

Ὁ κόσμος χύθηκε μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸ βλέμμα τους μιὰ-δυὸ φορές. Ἄλλοι ἄνθρωποι

πού ’θελαν νὰ κατεβοῦν ἀπ’ τὸ λεωφορεῖο τοῦ Νιου Μέξικο

συνωστίζονταν πίσω ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ πού ’χε σταθεῖ στὸ τελευταῖο σκαλὶ

μὲ τὴ βαλίτσα του στὸ ἕνα χέρι

προσπαθώντας νὰ χώσει μέσα τὸ πουκάμισό του μὲ τ’ ἄλλο. Ἔχεις νὰ μοῦ χαλάσεις ἕνα δολάριο;

Ἄκουσε ὁ Γηρυόνης τὸν Γηρυόνη νὰ ρωτάει.

Ὄχι. Ὁ Ἡρακλῆς κοίταξε κατάματα τὸν Γηρυόνη. Ἀλλὰ θὰ σοῦ δώσω 25 σὲντς τσάμπα.

Γιατί νὰ τὸ κάνεις αὐτό;

Πιστεύω στὴ γενναιοδωρία. Μερικὲς ὧρες ἀργότερα βρίσκονταν κάτω

Στὶς ράγες τῶν τραίνων

Καθισμένοι κοντὰ-κοντὰ δίπλα στὰ φανάρια. Ἡ γιγάντια νύχτα κινούνταν πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τους

Σκορπώντας σταγόνες της.

Εἶσαι παγωμένος, εἶπε ὁ Ἡρακλῆς ξαφνικά, τὰ χέρια σου ’ναι παγωμένα. Ἔλα.

Ἔβαλε τὰ χέρια τοῦ Γηρυόνη μέσα ἀπὸ τὴν μπλούζα του.

VIII.

ΚΛΙΚ

Λοιπὸν ποιό εἶναι τὸ καινούργιο παιδὶ ποὺ περνᾶτε ξαφνικὰ ὅλη τὴν ὥρα μαζί;

________

Ἡ μητέρα τοῦ Γηρυόνη γύρισε νὰ ρίξει τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου της στὸν νεροχύτη καὶ ξανακοίταξε τὸν Γηρυόνη.

Ἐκεῖνος καθόταν στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας

Μὲ τὴν κάμερά του μπροστὰ στὸ μοῦτρο του ρυθμίζοντας τὴν ἐστίαση. Δὲν ἀποκρίθηκε.

Εἶχε προσφάτως ἀπεμπολήσει τὴν ὀμιλία.

Ἡ μητέρα του συνέχισε. Μαθαίνω δὲν πάει σχολεῖο, εἶναι μεγαλύτερος;

Ὁ Γηρυόνης ἐστίαζε τὴν κάμερα στὸν λαιμό της.

Κανεὶς δὲν τὸν βλέπει τριγύρω, μένει ὄντως στὸ πάρκο μὲ τὰ τροχόσπιτα — ἐκεῖ

πηγαίνεις τὰ βράδια;

Ὁ Γηρυόνης πῆγε τὸν ἐστιακὸ δακτύλιο ἀπὸ τὰ 3 στὰ 3,5 μέτρα.

Ἴσως νὰ συνεχίσω ἀπλῶς νὰ μιλάω

κι ἄμα πῶ τίποτε ἔξυπνο μπορεῖς νὰ τὸ φωτογραφίσεις. Εἰσέπνευσε.

Δὲν ἐμπιστεύομαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ

μετακινοῦνται μόνο νύχτα. Ἐξέπνευσε. Ὅμως ἐμπιστεύομαι ἐσένα. Ξαπλωμένη τὰ βράδια σκέφτομαι,

Γιατί δὲν

ἔμαθα στὸ παιδί τίποτα χρήσιμο. Ὅπως καὶ νά ’χει —πῆρε μιὰ τελευταία ρουφηξία—

μάλλον ξέρεις

περισσότερα γιὰ τὸ σὲξ ἀπὸ μένα — καὶ γύρισε νὰ τὸ σβήσει στὸν νιπτῆρα καθὼς ἐκεῖνος πατοῦσε τὸ κλεῖστρο.

Τῆς ξέφυγε ἕνα γελάκι.

Ὁ Γηρυόνης ἄρχισε νὰ ἐστιάζει ἐκ νέου, στὸ στόμα της. Στηρίχτηκε στὸν νεροχύτη σιωπηλὰ

γιὰ λίγο

κοιτώντας κάτω μέσα στὸν φακό του. Πλάκα εἶχε π’ ὅταν ἤσουνα παιδὶ

ἔπασχες ἀπ’ ἀγρυπνία

τὸ θυμᾶσαι; Ἐρχόμουν στὸ δωμάτιό σου τὴ νύχτα καὶ νά ’σαι ἐκεῖ

στὴν κούνια σου ἀνάσκελα

μ’ ὀρθάνοιχτα μάτια. Νὰ κοιτᾶς τὸ σκοτάδι. Ποτέ σου δὲν ἔκλαιγες μόνο κοιτοῦσες.

Ξάπλωνες ἔτσι ὧρες ὁλόκληρες

Μὰ ἂν σ’ ἔφερνα μπροστὰ στὴν τηλεόραση σ’ ἕνα πεντάλεπτο εἶχες κοιμηθεῖ — ἡ κάμερα τοῦ Γηρυόνη στράφηκε αριστερὰ

Καθὼς ὁ ἀδερφός του ἔμπαινε στὴν κουζίνα. Πάω κέντρο θὲς νὰ ’ρθεῖς; Πάρε

Λεφτὰ μαζί σου—

Οἱ λέξεις ἔπεσαν πίσω του ἀφότου κοπάνησε βγαίνοντας τὴ σίτα.

Ὁ Γηρυόνης σηκώθηκε ἀργά,

σφαλίζοντας τὸ κλεῖστρο καὶ χώνοντας τὴ μηχανή του μὲς στὴν τσέπη τοῦ ζακέτου του.

Πήρες τὸ καπάκι τοῦ φακοῦ σου; εἶπε καθὼς τὴν προσπερνούσε.

Recent Posts

See All

Comments


Post: Blog2 Post
bottom of page