ΑΘΟΡΥΒΑ ΜΗΝ ΠΑΣ ΣΤΟ ΩΡΑΙΟ ΕΚΕΙΝΟ ΒΡΑΔΥ
Αθόρυβα μην πας στο ωραίο εκείνο βράδυ,
Στη δύση οι γέροι πυρ να γίνουν και μανία·
Βράζε, βράζε, το φως πεθαίνει το ρημάδι.
Κι ας ξέρουν οι σοφοί στο τέλος πως σκοτάδι,
Οι λέξεις τους δεν ρίξανε αστραπή καμία,
Δεν πάνε αθόρυβα λοιπόν στο ωραίο βράδυ.
Αγαθοί, φρέσκο κύμα, ουρλιάζοντας στο ισιάδι
Πως πράξεις τους θα χόρευαν στην τρικυμία,
Βράζουν, βράζουν, το φως πεθαίνει το ρημάδι.
Άγριοι τον ήλιο στην τροχιά του που ’χουν άδει,
Κι αργά κατάλαβαν πως θρήνου ήταν πορεία,
Δεν πάνε αθόρυβα στο ωραίο εκείνο βράδυ.
Σκυφτοί, νεκροί σχεδόν, με βλέμμα σκέτο ασπράδι,
Βλέπουν μάτι ν’ αστράφτει ως άστρο μ’ ευτυχία,
Βράζουν, βράζουν, το φως πεθαίνει το ρημάδι.
Κι εσύ, πατέρα, με το θλιβερό σου υφάδι
Με δάκρυ οργής ρίξε κατάρα, ευχή δριμεία.
Αθόρυβα μην πας στο ωραίο τούτο βράδυ.
Βράζε, βράζε, το φως πεθαίνει το ρημάδι.
ΚΛΟΟΥΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΗΝΗ
Το δάκρυ μου σαν απαλή καταρροή
Πετάλων κάποιου ρόδου μαγικού·
Κι όλο το πένθος έξω απ’ τη ρωγμή
Λησμονημένων ουρανών, χιονιού.
Πιστεύω, τη γη άμα άγγιζα,
Θα γκρεμιζόταν·
Είναι τόσο θλιμμένη κι όμορφη,
Τόσο τρεμουλιαστή σαν τ’ όνειρο.
ΟΝΤΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Όντες άνθρωποι, χωθήκαμε στα δέντρα
Φοβούμενοι, μιλώντας σιγανά
Μην και ξυπνήσουν τα κοράκια,
Μην και διαβούμε
Αθόρυβα έναν κόσμο από φτερά και ρεκασμούς.
Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε,
Να πιάσουμε τα κοράκια στον ύπνο, χωρίς να σπάσουμε κλαδάκι,
Και, μετά την ήσυχη άνοδο,
Να χώσουμε τα κεφάλια μας μέσα από τις φυλλωσιές
Για να θαυμάσουμε τα στεριωμένα αστέρια.
Από το μπέρδεμα, αυτή είναι η πορεία,
Και το θαύμα που ο άνθρωπος γνωρίζει,
Από το χάος θα ’βγαινε η ευδαιμονία.
Αυτό, είπαμε, είναι ομορφιά άρα
Παιδιά με δέος να κοιτούν τ’ αστέρια,
Είναι ο στόχος και το τέρμα.
Όντες άνθρωποι, χωθήκαμε στα δέντρα.
コメント