Ακολουθούν τρία Cantos από τα δεκατέσσερα που έχω μεταφράσει. Στόχος μου είναι μέσα στα επόμενα χρόνια να μεταφράσω και τα εκατόν είκοσι Cantos του Pound ώστε να υπάρξει το έργο αυτό επιτέλους εν συνόλω στα ελληνικά. Προς το παρόν δεν σκοπεύω να το συνοδεύσω με σχολιασμό, γιατί είναι ένα ποίημα 800 σελίδων, το οποίο θα διπλασιαζόταν σχεδόν αν επέλεγα να κάνω έναν έγκυρο και "τελεσίδικο" σχολιασμό — και δεν θα ήθελα να κάνω οποιουδήποτε άλλου είδους σχολιασμό. Το πιθανότερο είναι να γράψω μια σύντομη εισαγωγή περίπου 50 σελίδων.
II
Παράτα τα, βρε Ρόμπερτ Μπράουνινγκ,
Ένας είναι ο “Sordello”.
Αλλ’ ο Σορντέλλο, κι ο δικός μου Σορντέλλο;
Lo Sordels si fo di Mantovana.
O Σο-Σου συστρεφόταν μες στη θάλασσα.
Φώκιες πλατσουρίζουν στις φυσαλίδες των σπασμένων κυμάτων στα βράχια,
Στιλπνό κεφάλι, κόρη του Λιρ,
Μάτια του Πικάσσο
Κουκουλωμένα με μαύρο τομάρι, αιόλη κόρη του Ωκεανού,
Και κυλά το κύμα στης ακτής τ’ αυλάκια:
«Ελεονόρα, ἑλέναυς και ἑλέπτολις!»
Και ο κακόμοιρος γερο-Όμηρος τυφλός, τυφλός σαν νυχτερίδα,
Τ’ αφτί, τ’ αφτί στημένο στη φουσκοθαλασσιά, ψιθυρισμοί γεροντικών φωνών:
«Αφήστε την να πάει πίσω στα καράβια,
Πίσω σε πρόσωπα ελλαδικά, μην τυχόν και πάνω μας πέσει το κακό,
Κακό κι άλλα χειρότερα, και κατάρα στα παιδιά μας,
Κινάει, ναι, κινάει σαν θεά
Κι έχει το πρόσωπο θεού
Και τη φωνή της θυγατέρας του Σχοινέα,
Και ο όλεθρος θροΐζει στα πέλματά της,
Αφήστε την να πάει πίσω στα καράβια,
Πίσω στις ελλαδικές λαλιές».
Και πλάι στην ακροποταμιά, η Τυρώ,
Του θαλασσοθεού διαστρεβλωμένα χέρια,
Ευλύγιστοι υδάτινοι τένοντες την καθηλώνουν σταυρωτά
Και το γλαυκό γυαλί του κύματος να τους σκεπάζει,
Λαμπερό γαλανό του νερού, δροσερή ταραχή, κλειστή σκεπή.
Σιγαλή ηλιόλουστη αμμουδιά,
Οι γλάροι τανύζουν τις φτερούγες τους ,
Ραμφίζουν τ’ απλωμένο φτέρωμα,
Μπεκατσίνια έρχονται να μπανιαριστούν,
Αναπτύσσουν τις κλειδώσεις των φτερών τους,
Ξεδιπλώνουν μουσκεμένες φτερούγες στη λιακάδα,
Και λίγο έξω απ’τη Χίο,
Αριστερά απ’ το πέρασμα της Νάξου,
Βράχος νηόσχημος κατάφυτος,
Τριγύρω τυλιγμένος φύκια,
Οίνοπες ιριδισμοί στα ρηχά,
Μεταλλική φωτοβολή στην ηλιοζάλη.
Το καράβι έδεσε στη Χίο,
Οι άντρες ήθελαν γλυκό νερό,
Και πλάι στα βραχόνερα αγόρι νωθρό απ’ τον μούστο,
«Στη Νάξο; Αμέ, θα σε πετάξουμε στη Νάξο,
Κόπιασε φίλε». «Όχι προς τα ‘κει!»
«Ναι προς τα ‘κει, εκεί ‘ν’ η Νάξος».
Κι είπα εγώ «Είναι τίμιο το καράβι μας».
Και ένας πρώην κατάδικος από την Ιταλία
Με πέταξε στα σκοινιά,
(Καταζητείτο για ανθρωποκτονία στην Τοσκάνη)
Και οι είκοσι μαζί απέναντί μου,
Αφιονισμένοι για λίγο σκλαβοπαραδάκι.
Και ‘φυγαν απ’ τη Χίο,
Αλλάζοντας πορεία…
Και με τον σαματά συνήλθε το αγόρι,
Κι αγνάντεψε απ’ την πλώρη,
Πέρα ανατολή, και προς το πέρασμα της Νάξου.
Τότε λοιπόν, από μηχανής θεός, από μηχανής θεός:
Σκαρί σε νεροστρόβιλο παγιδευμένο
Κισσός στα κουπιά, Πενθέα βασιλιά μου,
Σταφύλια δίχως σπόρο πέρα απ’ τον αφρό,
Κισσός μέχρι τα μπούνια.
Κι όμως, εγώ, ο Ακοίτης, στεκόμουν εκεί,
Και πλάι μου στεκόταν ο θεός,
Νερό να κυκλοφέρνει την καρίνα,
Να σπάνε κύματα απ’ την πρύμνη ως την πλώρη,
Νερά να τρέχουν απ’ την πρώρα,
Κι εκεί που κάποτε ήταν κουπαστή, τώρα κορμός κληματαριάς,
Και κληματσίδες εκεί που τα σκοινιά κάποτε ήταν,
Στους σκαρμούς αμπελόφυλλα,
Στις λαβές των κουπιών βαρύ το κλημα,
Και, από το πουθενά, μια ανάσα,
Ανάσα ζεστή στους αστραγάλους μου,
Θηρία σαν σκιές σε γυαλί,
Μια γούνινη ουρά στ’ ανύπαρκτο,
Γουργουρητό του λύγκα, και φυτική μυρωδιά θηρίων,
Εκεί που πίσσα μύριζε πρότερα,
Οσμή και πέλμα των θεριών,
Σπινθήρισμα ματιών μέσα στον μαύρο αέρα.
Ο ουρανός μας προσπερνάει, στεγνός, χωρίς κακοκαιρία,
Οσμή και πέλμα των θεριών
Τρίχωμα τρίβεται στα γόνατά μου,
Θροΐζουνε αέρινα θηκάρια,
Απτές μορφές μες στον αιθέρα.
Και το καράβι μοιάζει με καρίνα σε λιμάνι,
Κρεμάμενο σα βόδι στην αρτάνη οπλουργού,
Πλευρά σφιχτοδεμένα με σκοινιά,
Μπλεγμένα κλήματα στις τροχαλίες,
Ο κενός αέρας παίρνει σχήμα ζώου.
Ο άγονος αγέρας αποκτάει τένοντες,
Αίλουρη αναψυχή πανθήρων,
Λεόπαρδοι μυρίζουνε στα μπούνια τα σταφύλια,
Σκυμμένοι πάνθηρες στην μπροστινή καταπακτή,
Κι η θάλασσα κυανή, βαθιά τριγύρω μας,
Ρόδινη, πρασινωπή στους ίσκιους,
Και ο Λυαίος: « Εφεξής, Ακοίτη, οι βωμοί μου
Μη τρέμοντας δεσμά
Μη τρέμοντας δασόγατες,
Ασφαλής στη συντροφιά των λυγκών μου,
ταΐζοντας σταφύλια στους λεόπαρδούς μου,
Λιβάνι το θυμίαμά μου,
Η άμπελος φυτρώνει προς τιμήν μου.»
Η φουσκονεριά τώρα απαλή στα σάγουλα,
Μαύρο ρύγχος φώκαινας
Στη θέση του Λυκάβαντος,
Λέπια στους κωπηλάτες.
Και εγώ προσκυνώ.
Είδα αυτά που είδα.
Κι όταν ‘φεραν το αγόρι, είπα:
«Μέσα του θεός φωλιάζει,
Μα ποιος θεός, δεν ξέρω.»
Και μ’ έριξαν απάνω στα σκοινιά.
Είδα αυτά που είδα:
Του Μήδωνα το πρόσωπο σαν πρόσωπο χριστόψαρου,
Χέρια μικρά πτερύγια. Και εσύ, Πενθέα,
Κάλλιο να τους ακούς, Κάδμο και Τειρεσία,
Ειδάλλως ξέχνα την καλή σου τύχη.
Λέπια στους βουβώνες,
Ένας λύγκας γουργουρίζει στα ανοιχτά…
Και κάποτε στο μέλλον,
Χλωμό στα οίνοπα φύκια,
Αν σκύψεις μπροστά απ’ τον βράχο,
Το κοραλλένιο πρόσωπο μες στ’ απαλό το κύμα,
Χλομάδα ρόδινη μέσα στο ρεύμα,
Ειλεθιέρια, δίκαια Δάφνη των υδάτων,
Κλαδιά τα χέρια που κολύμπησαν,
Και ποιος θα πει ποιο έτος,
Ξεγλιστρώντας κάποια τριτώνων συμμορία,
Τα λεία φρύδια, λίγο-πολύ φανερωμένα,
Πλέον φιλντισένια ακινησία.
Και ο Σο-Σου συστρεφόταν μες στη θάλασσα, ο Σο-Σου επίσης,
Με τη μακρόστενη σελήνη για ραβδί…
Αίλουρες νεροστροφές,
Του Ποσειδώνα τένοντες,
Μαύρες κυανές και κρυσταλλένιες,
Γυάλινο κύμα σκεπάζει την Τυρώ,
Κλειστή σκεπή, αναβρασμός,
Λαμπερό κύλισμα των θαλάσσιων λώρων,
Μετά σιγαλό νερό,
Σιγαλός στραφταλισμός στην άμμο,
Θαλασσοπούλι τεντώνει τις κλειδώσεις του,
Ραίνοντας τα βαθουλώματα των βράχων και της άμμου.
Στις κυματοδρομίες πλάι στον αμμουδερό λοφίσκο,
Γυαλάδα κύματος στο ηλιόφως,
Χλομό του Έσπερου,
Γκρίζα κορυφογραμμή του κύματος,
Κύμα στο χρώμα της σάρκας σταφυλιού,
Γκρίζο της ελιάς κοντά,
Πέρα, γκρίζος κονιορτός κατολίσθησης,
Ροδόχρωμα φτερά ψαραετού
Ρίχνουν γκρίζους ίσκιους στο νερό,
Ο πύργος σαν γιγάντια μονόφθαλμη χήνα
Γέρνει πέρα πάνω από τον ελαιώνα,
Κι έχουμε ακούσει τους φαύνους να μαλώνουν τον Πρωτέα
Στη μυρωδιά σανού κατ’ απ’ τα λιόδεντρα,
Και τα βατράχια ν’ άδουν ενάντια στους φαύνους
Στο ημίφως.
Και…
XIII
Πέρασε ο Κανγκ
έξω από τον ναό της δυναστείας
Και μέσα απ’ το δασάκι των κέδρων,
κατόπιν πέρα κάτω, απ’ το ποτάμι,
Και μαζί του ο Χιου, ο Τσι
κι ο χαμηλότονος Τιάν
Και «Είμαστε άγνωστοι» είπε ο Κανγκ,
«Γίνεσαι ηνίοχος;
Ο κόσμος σε μαθαίνει,
Να μάθω τ’ άρματα καλύτερα, ή την τοξοβολία;
Ή τις πρακτικές του δημοσίου λόγου;»
Κι είπε ο Τσε-Λου, «Προσωπικά θα φρόντιζα θέματα αμύνης»,
Κι είπε ο Χιοτ, «Αν κυβερνούσα εγώ μιαν επαρχία,
Θα εδραίωνα περισσότερο τὴν τάξη απ’ ό,τι εδώ».
Κι είπε ο Τσι, «Εγώ θα προτιμούσα κάποιον ορεινό ναό, μικρό,
Με τάξη στις ιεροτελεστίες,
με την προσήκουσα πραγμάτωση των τελετών»,
Κι είπε ο Τιάν, τα δάχτυλά του στις χορδές λαούτου,
Να συνεχίζουν ήχοι χαμηλοί
κι ας άφησε το χέρι τις χορδές,
Κι ο ήχος σαν καπνός ανέβηκε, μέσα στις φυλλωσιές,
Κι εκείνος δεν τον άφηνε απ’ τα μάτια του:
«Η παλιά λιμνούλα,
Και τ’ αγόρια να πηδάνε από τις τάβλες,
Ή κατάχαμα στους θάμνους μαντολίνο».
Κι ο Κανγκ τους χαμογέλασε το ίδιο,
Και ο Τιάν επιθύμησε να μάθει:
«Ποιός απάντησε σωστά;»
Κι είπε ο Κανγκ, «Όλοι σωστά απάντησαν,
Καθείς κατά τη φύση του, τουτέστιν».
Κι ο Κανγκ ύψωσε το ραβδί του προς τον Γουάν Τζανγκ,
τον πρεσβύτερό του Γουάν Τζανγκ,
Γιατί καθότανε στην άκρη του περάσματος και προσποιούταν ότι
λάμβανε σοφία.
Κι είπε ο Κανγκ
«Ξεκόλλα, βρε ξεμωραμένε,
Σήκω και κάνε τίποτα ουσίας».
Κι είπε ο Κάνγκ
«Να σέβεστε τις ικανότητες ενός παιδιού
Απ’ τη στιγμή που εισπνέει το διαυγές αγέρι,
Μα άνθρωπος στα πενήντα του και να μην ξέρει τίποτα
Δεν είν’ άξιος σεβασμού».
Και «Άπαξ κι ο πρίγκιπας μαζέψει γύρω του
Όλους τους σοφούς και καλλιτέχνες, τότε τα πλούτη του θ’ αξιοποιηθούν τελείως».
Κι είπε ο Κανγκ και το ’γραψε στα φύλλα μπο:
Άνθρωπος που δεν έχει τάξη μέσα του
Δεν μπορεί ν’ απλώσει τάξη γύρω του·
Κι άνθρωπος που δεν έχει τάξη μέσα του
Η φαμίλια του δεν θα φερθεί εντάξει·
Και πρίγκιπας που δεν έχει τάξη μέσα του
Δεν μπορεί να ’χει σε τάξη τα εδάφη του.
Κι ο Κανγκ ανέφερε τις λέξεις «τάξη»
Και «σεβασμός αδελφικός»
Και δεν είπε τίποτε για «μετά θάνατον ζωή».
Και είπε
«Καθένας μπορεί να ξεφύγει απ’ το μέτρο,
Είν’ εύκολο να ρίξεις πέρα από τον στόχο,
Το δύσκολο είναι να σταθείς γερά στο κέντρο»,
Και είπαν: Αν γίνει ο γιος φονιάς,
Οφείλει να τον προστατέψει ο πατέρας του και να τον κρύψει;
Κι είπε ο Κανγκ:
Οφείλει.
Κι έδωσε ο Κανγκ την κόρη του στον Κόνγκ-Τσιάνγκ
Αν κι ο Κονγκ-Τσιανγκ ήταν στη φυλακή.
Και την ανιψιά του έδωσε στον Ναν-Γιουνγκ
αν κι ο Ναν-Γιουνγκ δεν είχε πια τη θέση του.
Κι είπε ο Κανγκ «Ο Γουάνγκ κυβέρνησε με μέτρο
Στα χρόνια του το κράτος ήταν σε καλή κατάσταση,
Και μπορώ να θυμηθώ
Μιαν εποχή που οι ιστορικοί αφήναν στα γραφτά κενά,
Εννοώ για όσα δεν γνωρίζαν,
Μα εκείνη η εποχή φαίνεται να περνάει».
Κι είπε ο Κανγκ, «Χωρίς ήθος θα ’σαι
ανίκανος να παίξεις τ’ όργανο εκείνο
Ή να εκτελέσεις μουσική κατάλληλη για τις Ωδές.
Τ’ άνθη της βερικοκιάς
Φυσάν απ’ την ανατολή στη δύση,
Κι έχω πασχίσει να τα προφυλάξω, να μην πέσουν».
Σημειώσεις για το CXVII κ.λπ. [Απόσπασμα]
M’ amour, m’ amour
Τι ’ναι εκείνο που αγαπώ και
Πού είσαι εσύ;
Πού ’χασα το κέντρο μου
παλεύοντας τον κόσμο.
Τα όνειρα συγκρούονται
και θρυψαλιάζονται —
Και που πάσχισα να φτιάξω έναν paradiso
terrestre.
Πάσχισα να γράψω τον Παράδεισο
Μη σαλεύεις
Άσε να μιλήσει ο άνεμος
εκείνος ο παράδεισος.
Ας συγχωρήσουν οι Θεοί ό,τι
έχω κάνει
Ας προσπαθήσουν όσοι αγαπώ να συγχωρέσουν
ό,τι έχω κάνει.
Comments