Γερόντιο
Δεν έχεις μήτε νιάτα μήτε γήρας
Μα σαν σ’ απόδειπνο ύπνο
Και τα δυο ονειρεύεσαι.
Ίδε με, γέρο άνθρωπο σε μήνα ξηρασίας,
Να μου διαβάζει ένα αγοράκι, ν’ αναμένω τη βροχή.
Δεν ήμουνα στις Θερμοπύλες
Μήτε πολέμησα κάτω από τη ζεστή βροχή
Μήτε ως το γόνατο στις αλυκές χωμένος, σέρνοντας μια σπάθα,
Φαγωμένος απ’ τις μύγες, πολέμησα.
Το σπίτι μου παρηκμασμένο σπίτι,
Και στο περβάζι ανακούρκουδα ο Εβραίος, ο ιδιοκτήτης,
Σπορά ενός μπιστρό της Αμβέρσας,
Μ’ ακμή στις Βρυξέλλες, μπαλωμένος και φθαρμένος στο Λονδίνο.
Πάνω απ’το κεφάλι μου τη νύχτα στο χωράφι βήχει ο τράγος·
Βράχοι, βρύα, πετρόχορτα, σίδερα, σκατά.
Η γυναίκα κανονίζει την κουζίνα, φτιάχνει τσάι,
Φτερνίζεται το σούρουπο, σκαλίζοντας τ’ απαίσιο λούκι.
Εγώ, γέρος άνθρωπος,
Κεφάλι στομωμένο σ’ ανεμοδαρμένους χώρους.
Σημεία εκλαμβάνονται ως θαύματα, «Θέλομεν ἰδεῖν σημεῖον!»
Ο λόγος μες στη λέξη, ανήμπορος να πει μια λέξη,
Φασκιωμένος με σκοτάδι. Στην εφηβεία του έτους
Έφτασε ο Χριστός ο τίγρης
Σ’ αμαρτωλό ένα Μάη, κρανιά και καστανιά, ανθηρός ιούδας,
Να τον φάνε, να τον μοιραστούνε, να τον πιουν
Ανάμεσα σε ψιθύρους· ο κ. Σίλβερο
Με τα θωπευτικά του χέρια, που στην Λιμόουζ
Όλη νύχτα περπατούσε στο διπλανό δωμάτιο·
Ο Χακαγκάβα, υποκλινόμενος ανάμεσα στους Τισιανούς·
Η μαντάμ ντε Τορνκουίστ, στο σκοτεινό δωμάτιο
Μετακινώντας τα κεριά· η φρόυλαϊν φον Κουλπ
Που γύρισε στο χολ, με το ’να χέρι στην εξώθυρα. Κενές σαΐτες
Υφαίνουν τον άνεμο. Φαντάσματα δεν έχω,
Γέρος άνθρωπος σε ρευματώδες σπίτι
Κάτω από ένα ανεμόδαρτο λοφάκι.
Μετά από τόση γνώση, ποια συγχώρεση; Σκέψου τώρα
Η ιστορία έχει πόσα πονηρά περάσματα, φτιαχτούς διαδρόμους
Κι εξόδους, ξεγελάει ψιθυρίζοντας φιλοδοξίες,
Μας οδηγεί με ματαιοδοξίες. Σκέψου τώρα
Προσφέρει όταν δεν κοιτάμε
Και το που προσφέρει, το προσφέρει με τόσο ευέλικτες συγχύσεις
Που η προσφορά λιγώνει τη λαχτάρα. Αργά πολύ προσφέρει
Το που δεν είναι πιστευτό, ή κι άμα είναι ακόμη,
Μονάχα μες στη μνήμη, αναθεωρημένο πάθος. Γρήγορα πολύ προσφέρει
Σε χέρια αδύναμα, το που μοιάζει ξεφορτώσιμο
Ώσπου η άρνηση γεννάει φόβο. Σκέψου
Φόβος και κουράγιο δεν μας σώζουν. Παρά φύση αμαρτιών
Πατέρας ο ηρωισμός μας. Αρετές
Μας επιβάλλουν οι ξεδιάντροπες θηριωδίες.
Τούτα τα δάκρυα τινάζονται απ’ το δέντρο της καρτερικότητας.
Ο τίγρης χυμάει στο νέο έτος. Καταβροχθίζει εμάς. Σκέψου, τέλος,
Ότι δεν καταλήξαμε ακόμη, ενόσω εγώ
Ξυλιάζω μες στο νοικιασμένο σπίτι. Σκέψου, τέλος,
Ότι δεν έκανα το σόου αυτό χωρίς σκοπό
Και δεν είναι από καμιά έξαρση
Των ανάστροφων διαβόλων.
Σ’ αυτό δεν θα σου κρύψω τίποτα.
Εγώ που ήμουν πλάι στην καρδιά σου, εκδιώχθηκα από κει
Χάνοντας την ομορφιά στον τρόμο, τον τρόμο στην ανάκριση.
Απώλεσα το πάθος μου: γιατί να θελήσω να το φυλάξω
Αφού το που φυλάσσεται πρέπει να νοθευτεί;
Απώλεσα όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση κι αφή:
Πώς να τις χειριστώ για να σε πλησιάσω;
Όλα αυτά με χίλιες σκέψεις
Παρατείνουν τ’ όφελος του παγωμένου τους ντελίριου,
Διεγείρουν τη μεμβράνη, αφότου κρυώσει η αίσθηση,
Μ’ έντονες θρασύτητες, πολλαπλασιάζουν την ανομοιομορφία
Σε μιαν ερημιά όλη καθρέφτες. Τι θα κάνει η αράχνη,
Θ’ αναστείλει τις επιχειρήσεις της, ή μήπως το σκαθάρι
Θα την καθυστερήσει; Ο ντε Μπάιας,* η Φρέσκα, η κ. Κάμελ, στοβιλίστηκαν
Πέρα από το κύκλωμα της Άρκτου που τρέμει,
Άτομα σχασμένα. Γλάρος κόντρα σ’ άνεμο, μες σε στενά με ρεύματα
Της Ωραίας Νήσου, ή ολοταχώς προς τ’ Ακρωτήρι.
Λευκά φτερά στο χιόνι, τ’ αρπάζει ο στρόβιλος,
Μαζί τους κι έναν γέρο άνθρωπο οδηγημένο από τους αληγείς,
Σε μια γωνιά γλαρώνει.
Ένοικοι του σπιτιού,
Σκέψεις ξεραμένου νου στην ξηρασία.
[*: De Bailhache (ντε Μπέιλας) στο πρωτότυπο. Ωστόσο στην απαγγελία του ο Eliot το προφέρει Μπάιας.]
Comments