top of page

T.S. Eliot, Η Έρημη Γη

Writer's picture: Δημήτρης ΜαύροςΔημήτρης Μαύρος

Updated: Jan 30, 2021

[Εργασία προ τετραετίας (2016)· ολοκληρωμένη & ατελής]


T.S. Eliot Η ΕΡΗΜΗ ΓΗ


1922

“Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse

oculis meis vidi in ampulla pendere, et

cum illi pueri dicerent: Σίβυλλα τι θέλεις;

respondebat illa: αποθανείν θέλω.”

για τον Ezra Pound

Il miglior fabbro

Ι.

Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ

Απρίλης είναι ο άσπλαχνος μήνας, γεννώντας

Πασχαλιές μέσα απ’ τη χέρσα γη, νοθεύοντας

Τη μνήμη με τον πόθο, ξεσηκώνοντας

Ρίζες αδρανείς μ’ εαρινή βροχή.

Ο χειμώνας μας κρατούσε ζεστούς, σκεπάζοντας

Το χώμα με χιόνι της λήθης, θρέφοντας

Ελάχιστη ζωή με ξεραμένους βολβούς.

Το θέρος μας ξάφνιασε, ερχόμενο πάνω από την Σταρνμπέργκερζεε

Καβάλα σε μια μπόρα· σταθήκαμε σε μια καμάρα των κολώνων

Και συνεχίσαμε με ηλιόφως, μες στο Χόφγκαρτεν,

Κι ήπιαμε καφεδάκι, και κουβεντιάσαμε για καμιάν ώρα.

Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutch.

Κι όταν ήμασταν παιδιά, που μέναμε στου αρχιδούκα,

Του ξαδέρφου μου, με πήρε πάνω σ’ ένα έλκηθρο,

Κι ήμουν φοβισμένη. Είπε, Μαρί,

Μαρί, κράτα γερά. Και χυθήκαμε έτσι στη βουνοπλαγιά.

Στα βουνά, εκεί νιώθεις ελεύθερος.

Διαβάζω, το πολύ της νύχτας, και τραβάω τον χειμώνα προς στο νότο.

Ποιες είναι οι ρίζες που αδράχνουν, ποια κλαδιά φυτρώνουν

Μέσα από αυτή την πέτρινη χωματερή; Υιέ του ανθρώπου,

Δεν μπορείς να πεις, ή να εικάσεις, αφού γνωρίζεις μόνον

Έναν σωρό εικονικών θρυψάλων, εκεί οπού χτυπά ο ήλιος,

Και το πεθαμένο δέντρο άσυλο δεν δίνει, ούτε ανάσα ο γρύλος,

Και η πέτρα ξερή ήχο νερού κανέναν. Μόνο

Κάτω απ’ αυτόν τον κόκκινο βράχο υπάρχει σκιά,

(Κόπιασε στη σκιά αυτού του κόκκινου βράχου)

Και θα σου φανερώσω κάτι διαφορετικό

Απ’ τη σκιά σου το πρωί που δρασκελίζει πίσω σου

Ή τη σκιά σου σούρουπο που ορθώνεται να σμίξει·

Τον τρόμο θα σου φανερώσω σε μια φούχτα στάχτη.

Frisch weht der Wind

Der Heimat zu

Mein Irisch Kind,

Wo weilest du?

«Μου πρωτόδωσες υάκινθους έναν χρόνο πριν ·

Με αποκάλεσαν υακίνθινη κοπέλα.»

Αλλά όταν γυρίσαμε, αργά τη νύχτα, από τον κήπο του Υάκινθου,

Η αγκαλιά σου γεμάτη, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα

Να μιλήσω, και τα μάτια μου έσβηναν, δεν ήμουνα

Ούτε ζωντανός ούτε νεκρός, και δε γνώριζα τίποτα,

Ατενίζοντας το φυλλοκάρδι του φωτός, τη σιωπή.


Oed’ und leer das Meer.

Η μαντάμ Σόσοστρις, το φημισμένο μέντιουμ,

Είχε ένα γερό συνάχι, μολαταύτα

Φέρεται ως η πιο γνωστική γυναίκα στην Ευρώπη,

Με μια δαιμόνια τράπουλα. Ιδού, είπε,

Το χαρτί σου, ο πνιγμένος Ναύτης της Φοινίκης.

(Τούτες ‘δω οι πέρλες κάποτε ήταν τα μάτια του. Κοίτα!)

Να κι η Μπελλαντόνα, η Κυρά των Βράχων,

Η κυρά των περιστάσεων.

Να ο άνδρας με τις τρεις ράβδους, και να ο Τροχός,

Να κι ο μονόφθαλμος έμπορος, κι αυτό το χαρτί,

Που είναι κενό, είναι κάτι που κουβαλά στη ράχη,

Που απαγορεύεται να δω. Δεν βρίσκω

Τον Κρεμασμένο. Φοβού τον θάνατο μες στο νερό.

Θωρώ ανθρώπων πλήθη, να περιφέρονται κυκλώνοντας.

Ευχαριστώ. Αν δεις την αγαπητή κυρία Ίκουιτον,

Πες της φέρνω τ’ ωροσκόπιο εγώ η ίδια:

Πρέπει κανείς να προσέχει τέτοιαν εποχή.

Χιμαιρική Πολιτεία,

Κάτω από την καφετιά ομίχλη μιας χειμερινής αυγής,

Ένα πλήθος χυμένο πάνω στη Γέφυρα του Λονδίνου, τόσοι,

Δεν πίστευα ότι ο θάνατος είχε τόσους πολλούς σκοτώσει.

Στεναγμοί, βραχείς και σποραδικοί, ξέφευγαν,

Και καθείς καθήλωνε μπροστά στα πόδια του το βλέμμα.

Συρρέοντας στο λόφο πάνω και κάτω στην οδό Βασιλέως Γουλιέλμου,

Στον τόπο που η Παναγιά του Γούλνοθ κρατούσε χρόνο

Με έναν κούφιο ήχο στον στερνό χτύπο των εννέα.

Εκεί είδα έναν γνωστό μου, τον σταμάτησα, φωνάζοντας: «Ε, Στέτσον!

Εσύ που ήσουν μαζί μου στις Μύλες στα καράβια!

Εκείνο το κουφάρι που φύτεψες πέρυσι στον κήπο σου,

Μπας κι άρχισε να βλασταίνει; Θ’ ανθήσει φέτος;

Ή μήπως ο απότομος παγετός πείραξε την πρασιά;

Αχ τον Σκύλο κράτα μακριά, είναι φίλος των ανθρώπων,

Ειδάλλως με τα νύχια του θα το ξεθάψει ξανά!

Εσύ! Hypocrite lecteur! –mon semblable,- mon frère!»

ΙΙ.

ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙΟΥ

Το Κάθισμά της, σαν στιλβωμένος θρόνος,

Λαμπύριζε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης

Στηριγμένος σε στύλους σφυρήλατους με ανθισμένα κλήματα

Απ’ όπου πρόβαλε ένας χρυσός Ερωτιδέας

(και κάποιος έκρυβε τα μάτια του πίσω απ’ την φτερούγα)

Διπλασίαζε τις φλόγες των εφτάκλωνων κηροπηγίων

Καθρεφτίζοντας φως στο τραπέζι επάνω καθώς

Η μαρμαρυγή των κοσμημάτων της ορμούσε για να σμίξουν,

Από σατέν κασετίνες ξέχειλες στην άφθονη υπερβολή ·

Σε φιαλίδια από φίλντισι και έγχρωμο γυαλί

Ελεύθερα, ελλόχευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά αρώματά της,

Αλοιφές, υγρά, ή πούδρες- συσκότιζαν, αναστάτωναν,

Και έπνιγαν την αίσθηση μες στις οσμές · ξεσηκωμένες από τον αέρα

Που δρόσιζε από το παράθυρο, αυτές υψώνονταν

Φαρδαίνοντας τις επιμήκεις φλόγες των κεριών,

Έφτυναν την κάπνα τους μες στα φατνώματα

Διεγείροντας του ταβανιού το σχέδιο.

Τεράστια θαλάσσια ξύλα ενδεδυμένα με χαλκό,

Έλαμπαν πράσινα και πορτοκαλιά, πλαισιωμένα μ’ έγχρωμη πέτρα,

Που μέσα στο θλιμμένο τούτο φως δελφίνι κολυμπούσε σκαλιστό.

Πάνω από της εστίας την παλιά κορνίζα διαδραματιζόταν

Σαν ν’ άνοιγε παράθυρο στην βουκολική σκηνή

Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, τόσο στυγνά βιασμένης

Από τον βάρβαρο βασιλιά· ωστόσο εκεί η αηδόνα

Γέμιζε όλη την έρημο με αβεβήλωτη λαλιά

Κι ακίνητη εκείνη κραύγαζε, κι ακίνητος ο κόσμος κυνηγάει,

«Γιαγκ Γιαγκ» σ’ ακάθαρτα αυτιά.

Κι άλλα ξεραμένα θρύψαλα του χρόνου

Ιστορούνταν στους τοίχους· μορφές καρφωμένες

Έγερναν, σκυφτές, εδραιώνοντας στην αίθουσα σιγή.

Βήματα σύρθηκαν στα σκαλοπάτια.

Κάτω από τη λάμψη, κάτω από τη βούρτσα, τα μαλλιά

Της άνοιξαν σε πύρινες αιχμές

Άστραψαν σε λέξεις, ύστερα έμειναν απάνθρωπα ακίνητες.

«Τα νεύρα μου είναι άσχημα απόψε. Ναι, άσχημα. Μείνε πλάι μου.

Μίλα μου. Γιατί ποτέ δε μου μιλάς; Μίλα.

Τι έχεις στο μυαλό σου; Τι σκέφτεσαι; Τι;

Ποτέ δεν ξέρω τι σκέφτεσαι. Σκέψου».

Σκέφτομαι πως είμαστε στων αρουραίων το σοκάκι

Εκεί που οι νεκροί απώλεσαν τα κόκαλά τους.

«Τι ‘ν’ αυτός ο θόρυβος;»

Ο άνεμος κάτω απ’ την εξώθυρα.

«Τι ‘ναι τώρα αυτός ο θόρυβος; Τι κάνει ο άνεμος;»

Τίποτα και πάλι τίποτα.

«Τίποτα

Δεν ξέρεις; Τίποτα δε βλέπεις; Μήπως θυμάσαι

Τίποτα;»

Θυμάμαι

Τούτες ‘δω οι πέρλες κάποτε ήταν τα μάτια του.


«Είσαι ζωντανός, ή όχι; Υπάρχει τίποτα μες στο κεφάλι σου;»

Μα

Α Α Α Α η σαιξπηχήρεια τούτη Φάρσα-

Είναι τόσο κομψή

Τόσο έξυπνη


«Τι να κάνω τώρα; Τι να κάνω;

Θα ορμήσω έξω όπως είμαι, και θα σεργιανίσω στους δρόμους

Με τα μαλλιά μου λυτά, έτσι. Τι λες να κάνουμε αύριο;

Τι θα κάνουμε τέλος πάντων;»

Στις δέκα το ζεστό νερό.

Κι αν βρέξει, στις τέσσερις ένα κρατημένο όχημα.

Και θα παίξουμε μια παρτίδα σκακιού,

(Οι φιλντισένιοι άντρες συντροφιά να μας κρατούν)

Πιέζοντας μάτια αβλέφαρα και αναμένοντας έναν χτύπο στην εξώθυρα.

Όταν ο άντρας της Λιλ απολύθηκε από τον στρατό, είπα

Δεν τα μάσησα, της είπα εγώ η ίδια,

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

Τώρα που ‘ρχεται ο Άλμπερτ, σουλουπώσου κατιτίς.

Θα θέλει να μάθει που πήγαν εκείνα τα λεφτά που σου ‘δωκε

Για να φτιάξεις κάνα δόντι. Στα ‘δωκε, ήμουνα εκεί.

Βγαλ’ τα όλα, Λιλ, και πάρε μια καλή μασέλα,

Είπε, τ’ ορκίζομαι, δεν αντέχω να σε βλέπω.

Κι ούτε εγώ δεν μπορώ, είπα, και σκέψου τον Άλμπερτ τον κακόμοιρο,

Τέσσερα χρόνια στο στρατό, θέλει να περάσει καλά,

Κι αν εσύ δεν το φροντίσεις, υπάρχουν άλλες, είπα.

Α, υπάρχουν, ε, είπε. Κάπως έτσι, είπα.

Τότε θα ξέρω ποια να ‘φχαριστήσω, είπε, και με κοιτά στα μάτια.

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

Κι αν δε σ’ αρέσει μπορείς να το τελειώσεις, είπα.

Άλλες διαλέγουν και παίρνουν αν εσύ δεν μπορείς.

Αν όμως ο Άλμπερτ την κάνει, μην πεις ότι δε στο ‘πα.

Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι, είπα, να φαίνεσαι τόσο γριά.

(Και ‘κείνη μόλις τριάντα ένα.)

Δεν φταίω ‘γω, είπε, κατεβάζοντας τα μούτρα της,

Φταίνε τα χάπια που ‘πια, για να το ρίξω, είπε.

(Έχει πέντε κιόλας, και λίγο ήθελε να τα τινάξει στο μικρό Τζορτζ.)

Ο φαρμακοποιός είπε πως όλα θα πήγαιναν καλά, μα ποτέ δεν έγινα σαν πρώτα.

Είσαι εντελώς ηλίθια, είπα.

Ε, αφού ο Άλμπερτ δε σε παρατάει, τι περιμένεις, είπα,

Τι μου παντρεύεσαι αν δε θες κουτσούβελα;

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

Την Κυριακή εκείνη, που λες, που ο Άλμπερτ ήταν σπίτι, είχαν ζεστό χοιρομέρι,

Και με κάλεσαν να φάμε, να το χαρώ ζεστό

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

ΒΙΑΣΤΕΙΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ

Καληνύχτα Μπιλ. Καληνύχτα Λου. Καληνύχτα Μέη. Καληνύχτα.

Φχαστώ, φχαστώ. Καληνύχτα. Καληνύχτα.

Καλή νύχτα, κυρίες, καλή νύχτα, γλυκές κυρίες, καλή νύχτα, καλή νύχτα.

ΙΙΙ.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Του ποταμού το σκήνωμα συνετρίβη · τα τελευταία δάχτυλα των φύλλων

Αδράχνουν και ποντίζουν στην βρεγμένη όχθη. Τ’ αγέρι

Διατρέχει το χώμα ησύχως. Οι νύμφες παρήλθαν.

Τάμεση γλυκέ, κύλα απαλά, ωσότου το τραγούδι μου να πω.

Ο ποταμός δεν κουβαλά κενές μποτίλιες, χαρτιά από σάντουιτς,

Μεταξωτά μαντίλια, χαρτοκούτια, γόπες

Ή άλλες μαρτυρίες θερινών νυχτών. Οι νύμφες παρήλθαν.

Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι διοικητικών ·

Παρήλθαν, δεν άφησαν διευθύνσεις.

Επί των υδάτων της Λεμάν εκάθησα και έκλαυσα…

Τάμεση γλυκέ, κύλα απαλά, ωσότου το τραγούδι μου να πω,

Τάμεση γλυκέ, κύλα απαλά, γιατί δε φωνάζω ή μακρηγορώ.

Αλλά στην ράχη μου ακούω σε μια ψυχρή ριπή

Κροτάλισμα κοκάλων κι ένα χάχανο απ’ αυτί σ’ αυτί.

Ένας αρουραίος γλίστρησε απαλά μέσα απ’ τη βλάστηση

Σέρνοντας τη γλοιώδη του κοιλιά πάνω στην όχθη

Ενώ εγώ ψάρευα στο θολό κανάλι

Ένα χειμερινό σούρουπο γύρω απ’ το γκαζάδικο

Συλλογιζόμενος του βασιλιά αδελφού μου το ναυάγιο

Και του βασιλιά πατέρα μου τον θάνατο πριν από κείνον.

Άσπρα σώματα γυμνά στο χαμηλό μουσκεμένο χώμα

Κι ερριμένα κόκαλα στο χαμηλό στεγνό πατάρι,

Κροτάλιζαν από το πόδι του αρουραίου μόνο, χρονιά τη χρονιά.

Αλλά στη ράχη μου πότε πότε ακούω ξανά

Τον ήχο από την κόρνα και τη μηχανή

που θα φέρουν τον Σουίνι στην κυρία Πόρτερ άνοιξη εποχή.

Α το φεγγάρι άστραφτε στην κυρία Πόρτερ λαμπερό

Και στη μικρούλα της κοπέλα

Πλέναν τα πόδια τους σε σόδα με νερό

Et o ces voix d’ enfants, chantant dans le coupole!

Τουίτ τουίτ τουίτ

Γιαγκ γιαγκ γιαγκ γιαγκ γιαγκ γιαγκ

Τόσο στυγνά βιασμένη.

Τηρέα.

Χιμαιρική πολιτεία

Κάτω από την καφετιά ομίχλη μιας χειμερινής μεσημβρίας

Ο κύριος Ευγενίδης, ο έμπορος από τη Σμύρνη

Αξύριστος, με τσέπη γεμάτη σταφίδες

C.i.f. London: φορτωτικές άμα τη εμφανίσει,

Με προσκάλεσε με γαλλικά αγοραία

Να πάμε για φαΐ στην Κάνον στο ξενοδοχείο

Και για ένα Σ/Κ στο Μετροπόλ εν συνεχεία.

Στην ιώδη ώρα όταν τα μάτια κι η ράχη

Σηκώνονται από το γραφείο, όταν η ανθρώπινη προσμένει μηχανή

Σαν ένα ταξί που προσμένει δονούμενο,

Εγώ ο Τειρεσίας, τυφλός, δονούμενος ανάμεσα σε δυο ζωές, ήτοι

Γέρος με στήθη ζαρωμένα θηλυκά, μπορώ να δω

Στην ιώδη ώρα, του σούρουπου την ώρα που στο σπίτι

Μοχθεί να φτάσει, και φέρνει πίσω από τη θάλασσα το ναυτικό,

Στο σπίτι την δακτυλογράφο, ώρα τσαγιού, μαζεύει τα του πρωινού,

Ανάβει και το μάτι, απλώνει τις κονσέρβες.

Έξω από το παράθυρο, με κίνδυνο απλωμένα

Τα εσώρουχά της που τ’ αγγίζουν οι ηλιαχτίδες οι στερνές,

Και στο ντιβάνι της (το βράδυ είναι κρεβάτι) στοιβαγμένα

Κάλτσες, παντόφλες, πουκαμίσες και κορσές.

Εγώ ο Τειρεσίας, γέρος με τα ζαρωμένα μου μαστάρια

Εννόησα και προφήτεψα την κατοπινή σκηνή –

Κι εγώ περίμενα τον επισκέπτη με υπομονή.

Εκείνος, ο νεαρός σπυριάρης, καταφθάνει,

Υπάλληλος ατζέντη μικροεταιρείας, βλέμμα τολμηρό,

Απ’ τους πληβείους που φοράνε την αυτοπεποίθηση

Όπως λεφτάς του Μπράντφορντ το μεταξένιο ημίψηλο.

Η στιγμή είναι τώρα πρόσφορη, καθώς νομίζει,

Το δείπνο τέλειωσε, νυστάζει, πλήττει εκείνη,

Να την απασχολήσει με χάδια αυτός πασχίζει

Που κείνη πάντως, αν δε θέλει, δεν αποθαρρύνει.

Μ’ έξαψη και σιγουριά, αμέσως της ορμά·

Τα χέρια ψάχνοντας δε συναντούν αντίσταση καμία·

Η έπαρσή του αντίδραση δεν επιζητά,

Και καλωσορίζει την αδιαφορία.

(Κι εγώ ο Τειρεσίας ήδη τα ’χω καρτερήσει

Όσα έχουν στο ντιβάνι αυτό —κρεβάτι— τελεστεί·

Εγώ που έχω κάτω από τα τείχη στις Θήβες καθίσει

Που ’χω στους ταπεινότερους νεκρούς περιφερθεί.)

Της δίνει ένα στερνό συγκαταβατικό φιλάκι,

Και βρίσκει ψαύοντας τη σκάλα αφώτιστη…

Γυρίζει εκείνη στον καθρέφτη μια στιγμή,

Της αναχώρησης του εραστή περίπου εν γνώσει·

Απ’ το μυαλό μια σκέψη τής περνάει μισή:

«Πάει λοιπόν κι αυτό: και χαίρομαι που ’χει τελειώσει».

Όταν γλυκιά γυναίκα πέφτει σ’ ασυλλογισιά

Και στο δωμάτιο πάλι μόνη βηματίζει, πιέζει,

Ισιώνει με μηχανικές κινήσεις τα μαλλιά,

Και βάζει το γραμμόφωνο να παίζει.

«Αυτή η μουσική γλίστρησε πλάι μου πάνω στα ύδατα»

Και κατά μήκος του Στραντ, στης Βασιλίσσης Βικτωρίας την οδό.

Α Πολιτεία πολιτεία, έρχονται φορές που ακούω

Στην κάτω οδό του Τάμεση πλάι σ’ ένα καπηλειό,

Την κλάψα μαντολίνου την τερπνή

Και μια βαβούρα και μουρμούρα μέσα ’κεί

Όπου οι ψαράδες ραχατεύουν το μεσημέρι, όπου οι τοίχοι

Διατηρούν του Μάρτυρα του Μάγκνους

Ιωνικό λευκό και χρυσαφί ακατάληπτου ενός θάμβους.

Το ποτάμι ιδρώνει

Πετρέλαιο και πίσσα

Οι μαούνες πλανώνται

Με τα λικνιστά νερά

Κόκκινα άρμενα

Προς το απάγκιο πλατιά,

Κυματίζουν σ’ άλμπουρο βαρύ μπρος-πίσω.

Οι μαούνες ξεβράζουν

Πλήθος πλανήτων ξύλων

Στου Γκρίνουϊτς την ευθεία

Πέρα από το Νησί των Σκύλων.

Βεϊάλαλα λεϊά

Βάλλαλα λεϊάλαλα

Ελίζαμπεθ και Λέστερ

Να τραβούν κουπί

Καμωμένη η πρύμνη

Με κοχύλια επίχρυσα

Κόκκινη και χρυσαφένια

Απότομη φουσκονεριά

Ρυτίδωνε την κάθε ακτή

Ο γαρμπής

Κατέβαζε στο ρεύμα

Τον ήχο από καμπάνες

Πύργοι λευκοί

Βεϊάλαλα λεϊά

Βάλλαλα λεϊάλαλα

«Τραμ και δέντρα σκονισμένα.

Το Χάιμπερι με γέννησε. Το Ρίτσμοντ και το Κιου

Με ξέκαναν. Κοντά στο Ρίτσμοντ με τα γόνατά μου σηκωμένα

Ύπτιος στον πάτο ενός κανό στενού».

«Τα πόδια μου στο Μούργκεϊτ κι η ψυχή

Κάτω απ' τα πόδια. Έπειτα απ' το περιστατικό

Εκείνος έκλαψε. Υποσχέθηκε "Καινούργια αρχή".

Δεν το σχολίασα. Γιατί ν’ αγανακτώ

«Στου Μάργκεϊτ την αμμουδιά.

Να σχετίσω μπορώ

Τίποτα και τίποτα.

Τα σπασμένα νύχια χεριών μες στη βρομιά.

Ο λαός μου ταπεινός λαός,

Που δεν προσμένει τίποτα».

λα λα

Τότε κατέφτασα στην Καρχηδόνα

Καίγοντας καίγοντας καίγοντας καίγοντας

Ἐκσπᾶς με Κύριε

Ὦ Κύριε ἐκσπᾶς

Καίγοντας

IV.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

Φληβάς ο Φοίνικας, νεκρός ημέρες δεκαπέντε,

Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και τη φουσκοθαλασσιά

Και το όφελος και τη ζημιά

Ένα υποθαλάσσιο ρεύμα

Γύμνωσε τα οστά του μέσα σε ψιθύρους. Μες στο σκαμπανέβασμα

Πέρασε τις φάσεις της γήρανσης και νιότης

Μετέχοντας στο στρόβιλο.

Εθνικός ή Εβραίος

Ε συ που στρίβεις το τιμόνι και κοιτάζεις προς τ’ αγέρι,

Στοχάσου τον Φληβά που σαν εσένα κάποτε ήταν ψηλός κι ωραίος.

V.

ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΒΡΟΝΤΗ

Μετά τους κόκκινους πυρσούς των κάθιδρων προσώπων

Μετά την παγερή των κήπων σιωπή

Μετά την αγωνία των πέτρινων τόπων

Τ' αναφιλητά και οι κραυγές

Φυλακή και μέγαρο κι αντήχηση

Πάνω σε απόμακρα βουνά από εαρινή βροντή

Ο που ζούσε είναι τώρα νεκρός

Οι που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε

Με λίγη υπομονή.

Εδώ δεν υπάρχει νερό μονάχα βράχος

Βράχος κι όχι νερό και ο αμμώδης δρόμος

Ο δρόμος φιδωτός ψηλά μες στα βουνά

Που είναι βουνά από βράχους και χωρίς νερό

Εάν υπήρχε το νερό θα σταματούσαμε να πιούμε εκεί

Στους βράχους δεν μπορεί κανένας να σταθεί ούτε να σκεφτεί

Ο ιδρώτας στεγνός και τα πόδια στην άμμο

Εάν τουλάχιστον υπήρχε και νερό στους βράχους

Νεκρό βουνίσιο στόμα με σάπια δόντια που δεν μπορεί να φτύσει

Εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί μηδέ να πλαγιάσει μηδέ και να καθήσει

Δεν υπάρχει καν σιωπή μες στα βουνά

Μόνο βροντή στεγνή και στείρα άνευ βροχής

Δεν υπάρχει κι απομόνωση μες στα βουνά

Μόνο κόκκινα πρόσωπα που βλοσυρά καγχάζουν και μουγκρίζουν

Μέσα από πόρτες καλυβιών σκασμένης λάσπης

Αν υπήρχε νερό

Κι όχι βράχοι

Αν υπήρχαν βράχοι

Κι επίσης νερό

Και νερό

Μια πηγή

Μια στέρνα ανάμεσα στους βράχους

Εάν υπήρχε ήχος του νερού μονάχα

Όχι το τζιτζίκι

Κι η ξεραμένη χλόη ψέλνοντας

Μα ήχος νερού πάνω από βράχο

Όπου μια κίχλη τραγουδά μονάχη μες τα πεύκα

Ντριπ ντροπ ντριπ ντροπ ντροπ ντροπ ντροπ

Μα δεν υπάρχει νερό

Ποιος είναι ο τρίτος που πάντα περιπατεί στο πλάι σου;

Όταν μετρώ, μαζί είμαστε μόνο εσύ κι εγώ

Όμως σαν κοιτώ πέρα στον άσπρο δρόμο

Πάντοτε υπάρχει ένας ακόμα που περιπατεί στο πλάι σου

Που ανεμοπορεί μ’ έναν καφέ μανδύα και κουκούλα

Άντρας ή γυναίκα δεν μπορώ να πω

Μα ποιος είναι εκείνος στ’ άλλο σου πλευρό;

Τι ‘ν’ αυτός ο ήχος ψηλά μες στον αγέρα

Μητρικού κλαυθμού κελάρυσμα

Ποιες είν’ αυτές οι ορδές που παρελαύνουν με κουκούλες

Σε αχανείς πεδιάδες, που τρεκλίζουν στη σκασμένη γη

Που μόνο ο επίπεδος ορίζοντας κυκλώνει

Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνά

Ραγίζει κι επανέρχεται κι εκρήγνυται στον ιώδη αέρα

Πύργοι καταρρέουν

Ιερουσαλήμ, Αθήνα, Αλεξάνδρεια

Βιέννη, Λονδίνο

Χιμαιρικές

Μια γυναίκα τέντωσε τα μαύρα της μαλλιά

Και μουσική ψιθυριστή συνέθεσε σε τούτες τις χορδές

Και νυχτερίδες μ’ όψη βρεφική στο ιώδες φως

Στριγκλίσαν και χτυπώντας τα φτερά

Σύρθηκαν σ’ έναν μαυρισμένο τοίχο με σκυφτό κεφάλι

Κι ήταν πυργία στον αέρα ανάποδα γερμένα

Καμπάνες κρούοντας της μνήμης, κάθε ώρα, πάλι

Και φωνές ασμάτων από στέρνες αδειανές, πηγάδια ξεραμένα.

Σ’ αυτό το ρημαγμένο κοίλωμα μες στα βουνά

Στο ξεψυχισμένο φως του φεγγαριού, η χλόη ψέλνει

Πάνω απ’ τους σωριασμένους τάφους, γύρω απ’ το παρεκκλήσι

Εκεί είναι τ’ άδειο παρεκκλήσι, μόνο ανέμου σπίτι.

Χωρίς παράθυρα, και στριφογυρνά η θύρα,

Ξερά οστά να βλάψουν δεν μπορούν κανέναν.

Μόνο ένας πετεινός στης στέγης το δοκάρι

Κου κου ρίκου κου κου ρίκου

Μέσα σ’ ένα αστραποβόλημα. Τότε μια υγρή σπιλιάδα

Κουβαλώντας βροχή

Ήταν χαμηλωμένος ο Γάγγης, και τα σακατεμένα φύλλα

Πρόσμεναν βροχή, ενώ τα μαύρα νέφη

Συνάζονταν μακριά, στο Χίμαβαντ.

Η ζούγκλα ζάρωσε, κύρτωσε σιγηλά.

Τότε μίλησε η βροντή.

ΝΤΑ

Ντάττα: τι έχουμε δώσει;

Φίλε μου, το αίμα που μου σείει την καρδιά

Το φρικτό κουράγιο μιας στιγμής παράδοσης

Που σύνεσης ολόκληρη ζωή δεν θ' αναιρέσει

Μ’ αυτήν, και μόνο αυτήν, έχουμε υπάρξει

Που δε θα συμπεριληφθεί στις νεκρολογίες μας

Ή σ’ αναμνήσεις καλυμμένες από την ωφέλιμη αράχνη

Ή κάτω από σφραγίδες σπασμένες απ’ τον ισχνό νομικό

Στα άδεια μας δώματα

ΝΤΑ

Ντάγιαντβαμ: άκουσα το κλειδί

Να γυρνάει μια φορά και μόνο μία

Σκέφτεται το κλειδί, καθένας μας στη φυλακή του

Με τη σκέψη στο κλειδί, καθένας φτιάχνει φυλακή

Μόνον στο νύχτωμα, αιθέριοι ψίθυροι

Ανασταίνουν για μια στιγμή έναν δαμασμένο Κοριολάνο

ΝΤΑ

Ντάμυατα: Το καράβι αποκρίθηκε

Χαρωπά, στον έμπειρο με το πανί και το κουπί

Η θάλασσα γαλήνεμα, η καρδιά σου θα ’χε αποκριθεί,

Χαρωπά, αν την προσκαλούσα, ένας παλμός υποταγμένος

Σε κυρίαρχα χέρια

Καθόμουν στην ακτή

Ψαρεύοντας, με την άγονη πεδιάδα πίσω μου

Να βάλω τουλάχιστον τις γαίες μου σε μια σειρά;


Η Γέφυρα του Λονδίνου κατα κατα καταρρέει

Poi s’ ascose nel foco che gli affina

Quando fiam uti chelidon – Α χελιδόνα χελιδόνα

Le Prince d’ Aquitaine à la tour abolie

Μ' αυτά τα θραύσματα αντιστήριξα τα ερείπιά μου

Καλώς τότες θα σας φτιάξω. Ο Ιερώνυμος είναι πάλι τρελλός.

Ντάττα. Ντάγιαντβαμ. Ντάμυατα.

Σάντι σάντι σάντι

Recent Posts

See All

Comments


Post: Blog2 Post
bottom of page