top of page

T.S. Eliot: Τέσσερα Κουαρτέτα (Burnt Norton)

Writer's picture: Δημήτρης ΜαύροςΔημήτρης Μαύρος

ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ

Burnt Norton

Ι.

Ο κείμενος καιρός κι ο παρακείμενος καιρός

Ίσως κι οι δυο να κείτονται στον επικείμενο καιρό

Κι ο επικείμενος καιρός έγκλειστος στον παρακείμενο καιρό.

Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως κείμενος

Όλος ο χρόνος αναντίστρεπτος είναι.

Εκείνο που θα μπορούσε να υπάρξει είναι μια αφαίρεση

Παραμένοντας διαρκής δυνατότητα

Μόνον σ’ έναν κόσμο πιθανολογίας.

Εκείνο που θα μπορούσε να υπάρξει κι αυτό που υπήρξε

Ένα τέλος δείχνουν, που είναι πάντοτε κείμενο.

Βήματα αντιλαλούν στη μνήμη

Κάτω στην ατραπό που δεν ακολουθήσαμε

Κατά την πόρτα που ποτέ μας δεν ανοίξαμε

Προς τον ροδώνα. Οι λόγοι μου αντιλαλούν

Επομένως, μες στο μυαλό σου.

Εντούτοις για ποιο σκοπό

Να ανασκαλευτεί η σκόνη σε μια κούπα με ροδόφυλλα

Αγνοώ.

Αντίλαλοι άλλοι

Ενοικούν τον κήπο. Να τους ακολουθήσουμε;

Γρήγορα, είπε το πουλί, βρες τους, βρες τους,

Πίσω απ’ τη στροφή. Πέρα απ’ την πρώτη πύλη,

Στον πρώτο μας κόσμο, να τ’ ακολουθήσουμε

Το τέχνασμα της κίχλης; Στον πρώτο μας κόσμο.

Εκεί εκείνοι υπήρχαν, αρχοντικοί, αόρατοι,

Κινούμενοι αβίαστα, πάνω από τα πεθαμένα φύλλα,

Σε ζέστη φθινοπώρου, εν μέσω του παλλόμενου ανέμου,

Και το πουλί λάλησε, σ’ απόκριση

Της ανάκουστης μουσικής κρυμμένης μες στους θάμνους,

Κι οι ανείδωτες ακτίνες των βλεμμάτων συναντήθηκαν, διότι τα ρόδα

Είχαν την όψη λουλουδιών που τα κοιτούν.

Εκεί εκείνοι υπήρχαν ως καλεσμένοι δικοί μας, αποδεκτοί κι αποδεχόμενοι.

Έτσι εμείς κινήσαμε, κι εκείνοι, τελετουργικά,

Κατά μήκος της ερημικής αλέας, στων πυξαριών τον κύκλο,

Να κατοπτεύσουμε τη στραγγισμένη στέρνα.

Στεγνή η στέρνα, στεγνό τσιμέντο, στις άκρες καφετιά,

Κι η στέρνα γέμισε νερό από ηλιόφως

Και ο λωτός προέβαλε, ήσυχα, ήσυχα,

Η επιφάνεια έλαμψε απ’ την καρδιά του φωτός,

Κι εκείνοι ήταν πίσω μας, στη στέρνα αντικατοπτρισμένοι.

Έπειτα ένα νέφος πέρασε, κι η στέρνα ήταν κενή.

Φύγε, είπε το πουλί, γιατί τα φύλλα ήταν παιδιά γεμάτα,

Μ’ έξαψη κρυμμένα, κατακρατώντας γέλιο.

Φύγε, φύγε, φύγε, είπε το πουλί: το ανθρώπινο είδος

Ν’ αντέξει δεν μπορεί πολλή πραγματικότητα.

Ο παρακείμενος καιρός κι ο επικείμενος καιρός

Εκείνο που θα μπορούσε να υπάρξει κι εκείνο που υπήρξε

Ένα τέλος μαρτυρούν, που είναι πάντοτε κείμενο.

ΙΙ.

Σκόρδο στη λάσπη και ζαφείρια

Θρομβώνουν άξονα και ρόδες.

Στο αίμα τρίλιες απ’ το σύρμα

Τραγούδι των παλιών ουλών

Πραΰνει μάχες άλλων εποχών.

Μέσα στην αρτηρία οι ρότες

Της λύμφης η κατανομή

Φαίνονται πέρα στα άστρα

Για διακοπές ψηλά στο δέντρο

Πάμε πάνω απ’ το κινητό δέντρο

Στο φύλλο φως που ’χει φανεί

Ακούμε δε πάνω σε χώμα υγρό

Τον χοίρο και το κυνηγόσκυλο

Ν’ ακολουθούν σαν πριν το σχέδιο

Μα μονοιασμένοι στα άστρα.

Στο στάσιμο σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου. Ούτε σάρκα ούτε ασαρκία·

Ούτε από ούτε προς· στο στάσιμο σημείο, εκεί είναι ο χορός,

Εντούτοις ούτε αδράνεια ούτε κίνηση. Και μην το αποκαλέσεις παγίωση,

Όπου παρελθόν και μέλλον συναθροίζονται. Ούτε κίνηση από ούτε προς,

Ούτε ανύψωση ούτε πτώση. Χωρίς το σημείο, το στάσιμο σημείο,

Δεν θα υπήρχε χορός, και μόνον ο χορός υπάρχει.

Μπορώ μόνο να πω, εκεί έχουμε υπάρξει: μα δεν μπορώ να πω πού.

Και δεν μπορώ να πω, για πόσο, γιατί αυτό θα σήμαινε να το εντάξω στον χρόνο.

Η εσωτερική ελευθερία από τον πρακτικό πόθο,

Η αποδέσμευση από τη δράση και το βάσανο, η αποδέσμευση από τον εσωτερικό

Και εξωτερικό εξαναγκασμό, εντούτοις περικυκλωμένος

Από μια χάρη επίγνωσης, ένα φως λευκό στάσιμο και κινούμενο,

Erhebung δίχως κίνηση, συγκέντρωση

Χωρίς αποκλεισμό, κόσμος καινός μαζί

Και ο παλιός που διασαφήθηκε, κατανοήθηκε

Στην πλήρωση της μερικής του έκστασης,

Την κατάληξη του μερικού του τρόμου.

Εντούτοις η αιχμαλωσία από παρελθόν και μέλλον

Υφασμένη μέσα στην αδυναμία του σώματος που αλλάζει,

Προστατεύει την ανθρωπότητα από ουρανό και κολασμό

Που η σάρκα δεν μπορεί να υπομείνει.

Ο παρακείμενος καιρός κι ο επικείμενος καιρός

Δεν επιτρέπουν παρά λίγη επίγνωση.

Το να έχεις επίγνωση είναι να μην ενέχεσαι στον χρόνο

Μα μόνο μες στον χρόνο μπορεί η στιγμή στο ροδώνα,

Η στιγμή στην αναδενδράδα όπου η βροχή χτυπούσε,

Η στιγμή στην ανεμόδαρτη εκκλησία στου καπνού το κατακάθι

Ν’ ανακληθούν στη μνήμη· πλεχτές με παρελθόν και μέλλον.

Μόνο με τον χρόνο ο χρόνος εκπορθείται.

ΙΙΙ.

Εδώ είναι τόπος αποξένωσης

Καιρός πριν και καιρός μετά

Σε ένα ημίφως: ούτε ημέρας φως

Που επενδύει τη μορφή με διαυγή στασιμότητα

Γυρνώντας τη σκιά σε πρόσκαιρο κάλλος

Με αργή περιστροφή που υπαινίσσεται μονιμότητα

Ούτε σκότος να εξαγνίσει την ψυχή

Κενώνοντας το αισθησιακό με στέρηση

Καθαίροντας το συναίσθημα από το φευγαλέο.

Ούτε πληρότητα ούτε κενότητα. Μια αναλαμπή μονάχα

Πάνω στα στραγγισμένα χρονόφθαρτα πρόσωπα

Αποσπασμένα απ’ την διατάραξη δια της διασκέδασης

Γεμάτα διοράματα και κενά από νόημα

Επηρμένη απάθεια χωρίς συγκέντρωση

Άνθρωποι και κουρελόχαρτα, περιδινημένα στο αγιάζι

Που φυσά πριν και μετά τον χρόνο,

Αέρας μέσα κι έξω σ’ ασθενή πνευμόνια

Καιρός πριν και καιρός μετά.

Ερευγμός ψυχών αρρωστημένων

Στον αδύναμο άνεμο, οι ναρκωμένοι

Παρασυρμένοι από τον άνεμο που σαρώνει τους σκοτεινούς λόφους του Λονδίνου.

Χαμστεντ και Κλαρκενγουελλ, Κάμπτεν και Πάτνυ,

Χάιγκεητ, Πριμροουζ και Λαντγκεητ. Όχι εδώ.

Όχι εδώ το σκότος, σ’ αυτόν τον κόσμο που κελαηδάει.

Κάτελθε χαμηλότερα, κάτελθε μόνον

Μες στον κόσμο μια διαιωνισμένης μοναξιάς,

Κόσμος όχι κόσμος, μα εκείνο που δεν είναι κόσμος,

Εσώτερο σκότος, στέρηση

Και δήμευση πάσης κατοχής,

Αποστέγνωση του κόσμου της αίσθησης,

Κένωση του κόσμου του φανταγμού,

Αδράνεια του κόσμου του πνεύματος·

Αυτή είναι η μια οδός, κι η άλλη

Είναι η ίδια, όχι στην κίνηση

Αλλά στην αποχή από την κίνηση· ενόσω ο κόσμος κινείται

Περιπαθώς, στη μεταλλωμένη του τροχιά

Του παρακείμενου καιρού και του επικείμενου καιρού.

IV.


Ο χρόνος κι η καμπάνα έχουν θάψει την ημέρα

Το μαύρο σύννεφο τον ήλιο παίρνει πέρα.

Θα στραφεί το ηλιοτρόπιο σ’ εμάς, θα γείρει η κληματαριά

Ξεστρατίζοντας σ’ εμάς, κλαδάκι και ψαλίδα

Θα πιαστούν και σφιχτά θα μας τυλίξουν;

Ψυχρά

Τα δάχτυλα του σμίλακος

Θα μας περισφίξουν; Της αλκυόνας το φτερό αφότου

Αποκριθεί με φως στο φως, και σιγά, είναι στάσιμο το φως

Στο στάσιμο σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου.

V.

Οι λέξεις κινούνται, η μουσική κινείται

Μόνο μες στο χρόνο· μα μόνο αυτό που ζει

Αυτό μόνο μπορεί και να πεθάνει. Οι λέξεις, μετά την ομιλία, απλώνονται

Μες στη σιωπή. Μόνο με τη μορφή, το σχέδιο,

Μπορούν οι λέξεις ή η μουσική να φθάσουν

Τη στασιμότητα όπως ένα κινέζικο βάζο ακόμα

Κινείται αιωνίως στην ακινησία του.

Όχι η στασιμότητα του βιολιού, όσο κρατά η νότα,

Όχι μόνον αυτό, μα κι η συνύπαρξη

Ή ας πούμε ότι το τέλος προϋπάρχει της αρχής,

Και το τέλος κι η αρχή ήταν πάντοτε εκεί

Πριν από την αρχή και μετά το τέλος.

Και τα πάντα είναι πάντοτε τώρα. Οι λέξεις εκτείνονται,

Ραγίζουν και ενίοτε σπάνε, υπό το βάρος,

Υπό την πίεση, γλιστρούν, παραπατούν, αποσβήνουν,

Παρακμάζουν από την ανακρίβεια, δε θα σταθούν στη θέση τους,

Δε θα σταθούν ακίνητες. Φωνές που ουρλιάζουν,

Επιπλήττουν, χλευάζουν, ή φλυαρούν απλώς,

Διαρκώς καταφέρονται εναντίον τους. Ο Λόγος στην έρημο

Κυρίως βάλλεται από φωνές πειρασμού,

Την κλαίουσα σκιά στο νεκρικό χορό,

Την ηχηρή ελεγεία της απαραμύθητης χίμαιρας.

Η λεπτομέρεια του σχεδίου είναι κίνηση,

Όπως στην αλληγορία των δέκα σκαλοπατιών.

Ο ίδιος ο πόθος είναι κίνηση

Χωρίς η ίδια να είναι ποθητή·

Η ίδια η αγάπη είναι ακίνητη,

Μόνον η αιτία και το τέλος της κίνησης,

Άχρονη, και ατάραχη

Παρά μόνο στην προοπτική του χρόνου

Παγιδευμένη σε μια μορφή περιορισμού

Ανάμεσα στο μη υπάρχειν και το υπάρχειν.

Αιφνίδιο σε μια ακτίνα ηλιόφωτος

Ακόμα και ενώ κινείται η σκόνη

Εκεί προβάλλει το κρυμμένο γέλιο

Των παιδιών στις φυλλωσιές

Γρήγορα λοιπόν, εδώ, τώρα, πάντα-

Γελοίος ο χαμένος τεθλιμμένος χρόνος

Που τανύεται πριν και μετά.

Recent Posts

See All

Comments


Post: Blog2 Post
bottom of page