top of page

Vladimir Nabokov, Λολίτα 1-4

Writer's picture: Δημήτρης ΜαύροςΔημήτρης Μαύρος

Updated: Sep 8, 2020

[Ατελές κι εν εξελίξει]


1

Λολίτα, λάμψη της ύπαρξής μου, φλόγα των σπλάχνων μου. Σφάλμα μου, ψυχή μου. Λο-λί-τα: η ακρούλα της γλώσσας τρεις φορές στον ουρανίσκο κι απαλά την τρίτη στα δόντια χτυπά. Λο. Λι. Τα.

Ήταν η Λο, απλά Λο, το πρωί, στεκούμενη ενάμισι μέτρο με το ’να της σοσόνι. Ήταν η Λόλα με την παντελόνα. Ήταν η Ντόλυ στην τάξη. Ήταν η Ντολόρες στις δηλώσεις. Αλλά στην αγκαλιά μου ήταν πάντοτε η Λολίτα.

Είχε κάποιον πρόδρομο; Αμέ, πώς δεν είχε. Κατ’ ακρίβειαν, ίσως να μην είχε υπάρξει Λολίτα καν, αν δεν είχα αγαπήσει, ένα καλοκαίρι, κάποιο αρχικό κορίτσι. Σ’ ένα πριγκιπάτο πλάι στη θάλασσα. Χμ πότε; Περίπου τόσα χρόνια πριν γεννηθεί η Λολίτα όση ήταν η ηλικία μου εκείνο το καλοκαίρι. Μπορείτε πάντα να βασίζεστε σ’ έναν δολοφόνο για φανταχτερό ύφος πρόζας.

Κυρίες και κύριοι, ένορκοι, το τεκμήριο υπ’ αριθμόν ένα είναι ό,τι τα σεραφείμ, τα παραπληροφορημένα, απλοϊκά, ευγενόφτερα σεραφείμ, φθονούσαν. Κοιτάχτε τούτο τ’ ακάνθινο πλέγμα.

2

Γεννήθηκα το 1910, στο Παρίσι. Ο πατέρας μου ήταν ήπιος, βολικός/καλόβολος άνθρωπος, ένας αχταρμάς φυλετικών γονιδίων: Ελβετός υπήκοος, μεικτής Γαλλικής κι Αυστριακής καταγωγής, με μια δόση Δούναβη στις φλέβες του. Θα μοιράσω σ’ ένα λεπτάκι μερικές ωραίες, γυαλιστερές γαλάζιες καρτ-ποστάλ. Του ανήκε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στη Ριβιέρα. Ο πατέρας κι δυο παππούδες του είχαν πουλήσει κρασί, κοσμήματα και μετάξι, αντιστοίχως. Στα τριάντα του παντρεύτηκε μιαν Αγγλίδα κοπέλα, κόρη του Τζερόουμ Νταν, του αλπινιστή, κι εγγονή δύο εφημέριων του Ντόρσετ, ειδικών σε σκοτεινά πεδία — παλαιοπεδολογία και αιολικές άρπες, αντιστοίχως. Η πολύ φωτογενής μητέρα μου σκοτώθηκε σ’ ένα φρικτό ατύχημα (πικνίκ, κεραυνός) όταν ήμουν τριών χρονώ, και, εκτός από μιαν ελάχιστη πτυχή ζεστασιάς στο πλέον σκοτεινό παρελθόν, τίποτα δικό της δεν επιζεί μες στις κοιλάδες και τις λαγκαδιές της μνήμης, πίσω από τις οποίες, αν αντέχετε ακόμη το ύφος μου (γράφω υπό παρακολούθηση), ο ήλιος της βρεφικής μου ηλικίας είχε δύσει: σίγουρα, όλοι σας θα ξέρετε εκείνα τα ενθυμητικά κατάλοιπα της μέρας που αιωρούνται, μαζί με τα μυγάκια/παρέα με τις σκνίπες, πάνω από κάποιον θάμνο σ’ άνθηση ή όπου ξάφνου εισχωρεί και πλανιέται ο περιπατητής, στη βάση ενός λόφου, στο σούρουπο του θέρους· μια χνουδάτη θαλπωρή, χρυσαφένιες σκνίπες/μύγες.

Η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μου, Σίβυλλα τούνομα, την οποία ένας ξάδερφος απ’ τη μεριά του πατέρα μου πρώτα παντρεύτηκε και παραμέλησε μετά, υπηρέτησε την άμεση οικογένεια εν είδει απλήρωτης γκουβερνάντας κι οικονόμου. Κάποιος αργότερα μου είπε ότι ήταν ερωτευμένη με τον πατέρα μου και ότι μια βροχερή μέρα εκείνος, χωρίς να το καλοσκεφτεί, το είχε εκμεταλλευτεί και το ’χε ολότελα ξεχάσει όταν πια άνοιξε ο καιρός. Τη συμπαθούσα ιδιαίτερα πολύ, παρά την αυστηρότητα —τη μοιραία αυστηρότητα— ορισμένων κανόνων της. Ενδεχομένως να ’θελε να με κάνει, συν τω χρόνω, έναν καλύτερο χήρο απ’ τον πατέρα μου. Η θεία Σίβυλλα είχε κυανά μάτια με ρόδινο περίγραμμα και μια κέρινη επιδερμίδα. Έγραφε ποίηση. Ήταν ποιητικά δεισιδαίμων. Είπε ότι ήξερε ότι θα πέθαινε λίγο αφότου θα ’κλεινα τα δεκάξι, και πέθανε. Ο σύζυγός της, ένας μέγας ταξιδευτής μ’ αρώματα, περνούσε τον περισσότερο καιρό του στην Αμερική, όπου εντέλει ίδρυσε μιαν εταιρεία κι απέκτησε κάποια ακίνητα.

Μεγάλωσα, χαρούμενο, υγιές παιδάκι σ’ έναν λαμπερό κόσμο εικονογραφημένων βιβλίων, καθάριας άμμου, πυρρόξανθων δέντρων, φιλικών σκυλιών, θαλασσινής θέας και χαμογελαστών προσώπων. Γύρω μου το υπέροχο Ξενοδοχείο Μιράνα στριφογύριζε σαν ένα ιδιωτικό σύμπαν, ένας ασβεστωμένος κόσμος μέσα στον γαλάζιο που στραφτάλιζε λίγο παραέξω. Από τον λαντζιέρη με τη ποδιά ώς και τον ηγεμόνα με τη φανέλα, όλοι με συμπαθούσαν, όλοι με χάιδευαν. Γηραιές Αμερικανές κυριούλες γέρνοντας στις μαγκούρες τους έσκυβαν προς το μέρος μου σαν πύργοι της Πίζας. Φαλιρισμένες Ρωσίδες πριγκίπισσες που δεν μπορούσαν να ξεχρεώσουν/πληρώσουν τον πατέρα μου, μου έφερναν ακριβά κουφέτα. Εκείνος, mon cher petit papa, μ’ έπαιρνε στο πλοίο και στη μηχανή, μου ’μαθε κολύμπι και καταδύσεις και θαλάσσιο σκι, μου διάβασε τον Δον Κιχώτη και τους Αθλίους, κι εγώ τον λάτρευα και τον σεβόμουν κι ένιωθα περήφανος για κείνον όποτε άκουγα τους υπηρέτες να κουβεντιάζουν για τις διάφορες γυναίκες του, όμορφες κι ευγενικές υπάρξεις που με πρόσεχαν πολύ και μου γλυκομιλούσαν κι έχυσαν πολύτιμα δάκρια που ήμουν χαρωπά αμήτωρ.

Παρακολούθησα μαθήματα σ’ ένα αγγλικό ημερήσιο σχολείο λίγα χιλιόμετρα απ’ το σπίτι και εκεί έπαιξα ρακέτες και σκουός, και έπαιρνα άριστα, και τα πήγαινα τέλεια και με τους συμμαθητές και με τους δασκάλους. Τα μόνα ξεκάθαρα σεξουαλικά γεγονότα που μπορώ να θυμηθώ να συνέβησαν πριν τα δέκατα τρίτα μου γενέθλια (τ.ε., προτού δω για πρώτη φορά τη μικρή μου Άνναμπελ) ήταν: μία σοβαρή, καθώς πρέπει και καθαρά θεωρητική κουβέντα περί εφηβικών εκπλήξεων στον ροδώνα του σχολείου μ’ ένα αμερικανάκι, γιο μιας τότε διασήμου ηθοποιού την οποία σπανίως έβλεπε στον τρισδιάστατο κόσμο· και ορισμένες ενδιαφέρουσες αντιδράσεις από μέρους του οργανισμού μου απέναντι σε κάτι φωτογραφίες, πέρλα και σκιά, με απείρως απαλά χωρίσματα, στο γλαφυρό La Beauté Humaine του Βυζόν που ’χα βουτήξει κάτω από ένα βουνό μαρμαρωμένων Γραφικών της βιβλιοθήκης του ξενοδοχείου. Αργότερα, με τον έξοχο κι αβρό του τρόπο, ο πατέρας μου μού ’δώσε όλες τις πληροφορίες που πίστευε πως χρειαζόμουν για το σεξ· αυτό ήταν λίγο προτού με στείλει, το φθινόπωρο του 1923, σ’ ένα lyceé στη Λυών (όπου επρόκειτο να περάσουμε τρεις χειμώνες αλλ’ αλίμονο, το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, περιφερόταν στην Ιταλία με την μαντάμ ντε Ρ. και την κόρη της, και δεν είχα κανέναν να παραπονεθώ, κανέναν να συμβουλευτώ.

3

Η Άνναμπελ ήταν, όπως κι ο συγγραφέας, μεικτής καταγωγής: μισή Αγγλίδα, μισή Ολλανδέζα, στην περίπτωσή της. Θυμάμαι τα χαρακτηριστικά της σήμερα πολύ πιο θολά απ’ ό,τι πριν λίγα χρόνια, προτού γνωρίσω τη Λολίτα. Υπάρχουν δύο είδη οπτικής μνήμης: το ένα όπου αναπλάθεις με μαεστρία μιαν εικόνα στο εργαστήριο του νου σου, μ’ ανοιχτά τα μάτια (και τότε βλέπω την Άνναμπελ με γενικούς όρους του τύπου: «μελάτη επιδερμίδα», «λεπτοκαμωμένα χέρια», «καφέ καρέ μαλλί», «μακριές βλεφαρίδες», «μεγάλο λαμπερό στόμα»)· και το άλλο όπου ανακαλείς αμέσως, με τα μάτια ερμητικά κλειστά, στο σκοτεινό σου ενδοβλέφαρο, τον στόχο σου, μιαν ακραιφνώς οπτική ρέπλικα του αγαπημένου προσώπου, ενός μικρού φαντάσματος σε φυσικά χρώματα (και αυτός είναι ο τρόπος που θυμάμαι τη Λολίτα).

Επιτρέψτε μου λοιπόν να περιοριστώ σεμνά, στην περιγραφή μου της Άνναμπελ, λέγοντας μόνον ότι ήταν ένα γλυκό παιδάκι λίγους μήνες νεώτερό μου. Οι γονείς της ήταν παλιοί φίλοι της θείας μου, και εξίσου ανιαροί μ’ εκείνη. Είχαν νοικιάσει μια βίλα όχι μακριά από το Ξενοδοχείο Μιράνα. Καράφλας μελαψός ο κ. Λι και χοντρή, πουδραρισμένη η κ. Λι (γενν. Βανέσα βαν Νες). Πόσο τους σιχαινόμουν! Στην αρχή, εγώ κι η Ανναμπέλ μιλούσαμε για περιφερειακά ζητήματα. Μάζευε διαρκώς χούφτες άμμου και τις άφηνε να χυθούν μέσα από τα δάχτυλά της. Οι εγκέφαλοί μας ήταν κουρδισμένοι με τον τρόπο που οι έξυπνοι ευρωπαίοι προέφηβοι ήταν εκείνα την εποχή, κι αμφιβάλλω αν κάποια ιδιαίτερη ατομική ευφυΐα θα ’πρεπε ν’ αποδοθεί στο κοινό μας ενδιαφέρον για την πολλαπλότητα των αποικισμένων κόσμων, το επαγγελματικό τένις, την απειρότητα, τον σολιψισμό και λοιπά. Η απαλότητα κι ευθραυσία των νεογνών ζώων μας προξενούσε τον ίδιο έντονο πόνο. Εκείνη ήθελα να γίνει νοσοκόμα σε κάποια πεινασμένη ασιατική χώρα· εγώ πάλι ήθελα να γίνω φημισμένος κατάσκοπος.

Την ίδια στιγμή ήμασταν τρελά, αδέξια, ξεδιάντροπα, αφόρητα ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο· απεγνωσμένα, ας προσθέσω, αφού τούτη η φρενίτιδα της αμοιβαίας κατοχής ίσως να κατευναζόταν μονάχα με το να ρουφήξουμε και ν’ αφομοιώσουμε στην κυριολεξία κάθε σωματίδιο της ψυχής και της σάρκας του άλλου· μα να ’μαστε, ανίκανοι ακόμα και να ζευγαρώσουμε με το τρόπο που τόσο εύκολα θα το έκαναν τα φτωχαδάκια. Μετά από μιαν αλλόφρονα απόπειρά μας να συναντηθούμε νύχτα μες στον κήπο της (στο οποίο θα επανέλθω), η μόνη ιδιωτικότητα που μας επιτρεπόταν ήταν να βρισκόμαστε εκτός του πεδίου ακοής, αλλά ποτέ και της όρασης, στην πολυπληθή πλευρά της πλαζ. Εκεί, στη μαλακή άμμο, λίγα μέτρα από τους πρεσβυτέρους μας, λιαζόμασταν ολημερίς, στον πέτρινο παροξυσμό του πόθου, κι εκμεταλλευόμασταν κάθε ευλογημένο στον χώρο και τον χρόνο ώστε ν’ αγγίξουμε τον άλλο: η παλάμη της, μέσα στην άμμο χωμένη, σερνόταν προς το μέρος μου, τα λεπτεπίλεπτα μελαψά της δάχτυλα υπνοβατούσαν πιο κοντά πιο κοντά· τότε, τ’ οπάλινό της γόνατο μπάρκαρε για ένα μακρύ προσεκτικό ταξίδι· πού και πού ένας τυχαίος προμαχώνας χτισμένος από μικρότερα παιδάκια μας προσέφερε επαρκή κάλυψη ώστε να αγγίξουμε φευγαλέα ο ένας τ’ αλμυρά χείλη του άλλου· αυτές οι ανολοκλήρωτες επαφές εξωθούσαν τα υγιή και άπειρά μας νεαρά κορμιά σε τέτοιο βαθμό αγανάκτησης που ούτε το κρύο γαλάζιο νερό, μέσα στο οποίο συνεχίζαμε να εφορμούμε, μπορούσε να ανακουφίσει.

Ανάμεσα στους θησαυρούς που απώλεσα μες στις περιπλανήσεις των ενήλικων χρόνων μου, ήταν κι ένα στιγμιότυπο παρμένο από τη θεία μου και το οποίο έδειχνε την Άνναμπελ, τους γονείς της και τον συντηρητικό, γηραιό, χωλό κύριο, έναν δρ. Κούπερ, που το ίδιο εκείνο καλοκαίρι πολιόρκησε τη θεία μου, συγκεντρωμένους σ’ ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο ενός καφέ. Η Άνναμπελ δεν βγήκε καλά, την έπιασε την ώρα που ’σκυβε πάνω από τη chocolat glacé της, κι οι λεπτοί γυμνοί της ώμοι κι η χωρίστρα των μαλλιών της ήταν ό,τι μπορούσε ν’ αναγνωριστεί (έτσι όπως θυμάμαι τη φωτογραφία) στο κέντρο της ηλιόλουστης θολούρας μέσα στην οποία συγχωνευόταν η απολεσθείσα ομορφιά της· εγώ πάλι, καθισμένος κάπως απόμερα, βγήκα με ένα είδος δραματικής διακριτότητας: ένα σκυθρωπό, σκαθαρόφρυδο σχολειαρόπαιδο μ' ένα σκούρο πουκάμισο και καλοραμμένο άσπρο σορτσάκι, σταυροπόδι, καθιστός προφίλ, κοιτώντας πέρα. Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε την τελευταία μέρα του μοιραίου θέρους μας και μόλις μερικά λεπτά προτού επιχειρήσουμε για δεύτερη και ύστατη φορά να φρενάρουμε τη μοίρα. Με την πιο σαθρή δικαιολογία (αυτή ήταν η τελευταία μας ευκαιρία και τίποτα δεν είχε πλέον σημασία) αποδράσαμε από το καφέ προς την ακτή και βρήκαμε μιαν έρημη απλωσιά στην άμμο, κι εκεί, στη βιολετιά σκιά κόκκινων βράχων που ’φτιαχναν ας πούμε μια σπηλιά, διεξάγαμε μια φευγαλέα συνεδρία παθιασμένων χαδιών, με μόνο μάρτυρα κάτι χαμένα γυαλιά ηλίου. Ήμουνα στα γόνατα, και ετοιμαζόμουν να κατακτήσω την αγαπημένη μου, όταν δυο μουσάτοι λουόμενοι, ο γέρος της θάλασσας κι ο αδερφός του, βγήκαν από το νερό μ’ αισχρά αναφωνήματα ενθάρρυνσης, και τέσσερεις μήνες αργότερα την πήρε ο τύφος στην Κέρκυρα.

4

Ξεφυλλίζω ξανά και ξανά αυτές τις μίζερες μνήμες, και κάθε φορά αναρωτιέμαι, ήταν τότε, στο λαμπύρισμα εκείνου του απόμακρου καλοκαιριού, που άρχισε η ρήξη της ζωής μου· ή μήπως η υπερβολική λαχτάρα μου για εκείνο το παιδί ήταν απλώς το πρώτο στοιχείο/πειστήριο μιας έμφυτης μοναδικότητας; Όποτε πασχίζω ν’ αναλύσω τις ορέξεις, τα κίνητρα, τις πράξεις μου και ούτω καθεξής, παραδίνομαι σε ένα είδος αναδρομικής φαντασίας που τρέφει την αναλυτική λειτουργία με ασύνορες εναλλακτικές και κάνει κάθε οραματισμένη ρότα να διακλαδώνεται εσαεί μέσα στην εξοργιστικά περίπλοκη προοπτική του παρελθόντος μου. Είμαι πεπεισμένος, ωστόσο, ότι μ’ έναν μαγικό και νομοτελειακό τρόπο η Λολίτα άρχισε με την Άνναμπελ.

Ξέρω, επίσης, ότι το σοκ του θανάτου της Άνναμπελ παγίωσε την αγανάκτηση εκείνου του εφιαλτικού καλοκαιριού, δημιούργησε ένα μόνιμο εμπόδιο για κάθε ρομαντική προοπτική κατά μήκος των ψυχρών χρόνων της νιότης μου. Το πνευματικό και το φυσικό είχαν συγχωνευτεί μέσα μας με μια τελειότητα που μάλλον θα ’ναι ακατάληπτη για τους πρακτικούς, χυδαίους, προσγειωμένους νέους του σήμερα. Πολύ μετά τον θάνατό της ένιωθα ακόμη σκέψεις της να επιπλέουν μέσα στις δικές μου. Πολύ πριν γνωριστούμε είχαμε τα ίδια όνειρα. Συγκρίναμε σημειώσεις. Βρήκαμε παράξενες συγγένειες. Τον ίδιο Ιούνη του ίδιου έτους (1919) ένα αδέσποτο καναρίνι είχε φτερουγίσει μες στο σπίτι της και στο δικό μου επίσης, σε δύο εντελώς ξεχωριστά κράτη. Αχ, Λολίτα, ας μ’ είχες αγαπήσει έτσι εσύ.

Έχω κρατήσει για το τέλος της «Άνναμπελ» φάσης μου την εξιστόρηση του ανεπιτυχούς μας πρώτου ραντεβού. Ένα βράδυ, κατάφερε να ξεγελάσει την άγρια εγρήγορση της οικογένειάς της. Σ’ ένα νευρικό και λεπτόφυλλο περιβόλι με μιμόζες στο πίσω μέρος της βίλας, βρήκαμε φωλιά στα ερείπια ενός χαμηλού πέτρινου τοίχου. Μέσα απ’ το σκοτάδι και τα τρυφερά δέντρα μπορούσαμε να δούμε τ’ αραβουργήματα φωτισμένων παραθύρων τα οποία, ρετουσαρισμένα από τα χρωματιστά μελάνια της ευαίσθητης μνήμης, μου φαίνονται τώρα σας τραπουλόχαρτα — μάλλον επειδή μια παρτίδα μπριτζ κρατούσε απασχολημένους τους εχθρούς. Ρίγησε και τινάχτηκε όταν φίλησα τη γωνία των ανοιγμένων της χειλιών και τον ζεστό λοβό του αυτιού της. Ένα σύμπλεγμα αστεριών έλαμπε χλομά από πάνω μας, ανάμεσα στις σιλουέτες των μακρόστενων φύλλων· ο λαμπερός ουρανός έμοιαζε γυμνός σαν εκείνη κάτω από τ΄ αραχνοΰφαντό της φόρεμα. Είδα το πρόσωπό της στον ουρανό, αλλόκοτα διακριτό, λες κι εξέπεμπε μια δική του αχνή ακτινοβολία. Τα πόδια της, τ’ απαλά, παλλόμενα πόδια της, δεν ήταν και τόσο κοντά μεταξύ τους και όταν το χέρι μου εντόπισε αυτό που γύρευε, μια ονειρεμένη και απόκοσμη έκφραση, μισή ηδονή, μισή οδύνη, κάλυψε εκείνα τα παιδικά χαρακτηριστικά. Καθόταν λίγο πιο ψηλά από μένα κι όποτε μέσα στην μοναχική της έκσταση ωθούνταν να με φιλήσει, το κεφάλι της έγερνε με μια νωθρή, ήσυχη, κρεμαστή κίνηση που ήταν σχεδόν αξιοθρήνητη, και τα γυμνά της γόνατα παγίδευαν και ζουπούσαν τον καρπό μου, και ξαναχαλάρωναν· και το τρεμάμενο στόμα της, παραμορφωμένο απ’ τη στυφάδα ενός μυστήριου φίλτρου, με μια συριστική εισπνοή πλησίαζε το πρόσωπό μου. Προσπαθούσε ν’ απαλύνει τον πόνο της αγάπης πρώτα τρίβοντας απότομα τα χείλη της με τα δικά μου· κατόπιν η αγαπημένη μου αποτραβιόταν μ’ ένα νευρικό τίναγμα των μαλλιών, και μετά ερχόταν πάλι κοντά στα σκοτεινά και μ’ άφηνε να τραφώ στο ανοιχτό της στόμα, ενόσω με μια γενναιοδωρία που ήταν διατεθειμένη να της προσφέρει τα πάντα, την καρδιά, τον λαιμό, τα σωθικά μου, της έδωσα να σφίξει στην αμήχανη γροθιά της το σκήπτρο του πάθους μου.

Ανακαλώ τη μυρωδιά κάποιου είδους πούδρας —πιστεύω πως την έκλεψε από την Ισπανίδα υπηρέτρια της μητέρας της— ένα γλυκερό, σεμνό, βαρύ άρωμα. Αναμειγνυόταν με τη δική της μπισκοτένια οσμή και οι αισθήσεις μου ξάφνου ξεχείλιζαν· ένας ξαφνικός θόρυβος σ’ έναν κοντινό θάμνο τις απέτρεψε απ’ το να ξεχειλίσουν —και καθώς αποτραβιόμασταν ο ένας από τον άλλο και με πονεμένες φλέβες ερευνούσαμε αυτό που μάλλον θα ’ταν καμιά ξέμπαρκη γάτα, ήρθε από το σπίτι η φωνή της μητέρας της που την καλούσε, μ’ έναν αυξανόμενα πανικόβλητο τόνο— κι ο δρ. Κούπερ βγήκε κούτσα-κούτσα στον κήπο. Μα εκείνο το περιβόλι με τις μιμόζες —η θολούρα των άστρων, η έξαψη, η φλόγα, το πεπόνι κι η λαχτάρα— έμεινε μαζί μου, και εκείνο το κορίτσι με τα παραθαλάσσια άκρα και την ενθουσιώδη γλώσσα με στοίχειωνε έκτοτε — ώσπου, επιτέλους, εικοστέσσερα χρόνια μετά, έσπασα το ξόρκι της ενσαρκώνοντάς την σε μιαν άλλη.

Recent Posts

See All

Comments


Post: Blog2 Post
bottom of page