Τίγρη, Τίγρη, η λάμψη σου τυφλώνει
Κάπου μες στα δάση όταν νυχτώνει·
Μα ποια χέρια και ποια μάτια θεία
Να ορίσουν τη φρικτή σου συμμετρία;
Σ’ ουρανού ποιανού, μακριά, κι αβύσσου
Φέγγαν μάτια με φωτιά δική σου;
Κείνος τι φτερά τολμά να ψάχνει;
Με τι χέρι τη φωτιά ν’ αδράχνει;
Μαεστρία ποια να στρίψει κι ώμοι
Της καρδιάς μπορεί τα νεύρα ακόμη;
Κι όταν η καρδιά σου χτύπο φέρει
Τι είδους πόδι τρομερό; τι χέρι;
Ποια αλυσίδα; και ποια τάχα σφύρα;
Κι ήταν το μυαλό σου σε ποια πύρα;
Ποια φρικτή τσιμπίδα, σε ποιο αμόνι,
Τολμά μοιραίους τρόμους να κουμπώνει!
Σαν τ’ αστέρια πάψαν να λογχίζουν,
Με δάκρυ τα ουράνια πια ποτίζουν:
Γελά με τα απ’ το χέρι του βγαλμένα;
Εκείνος έκανε τ’ Αρνί κι εσένα;
Τίγρη, Τίγρη, η λάμψη σου τυφλώνει
Κάπου μες στα δάση όταν νυχτώνει·
Μα ποια χέρια και ποια μάτια θεία
Τολμούν να ορίσουν σου τη συμμετρία;
Comments