Μελόδραμα
Μαζί, ὅπως καὶ χτές, θὰ περπατᾶμε
καὶ κάτι θὰ σοῦ λέω, καὶ (μ' ἀκοῦς;)
θὰ στρέψω νὰ σὲ δῶ — μόνος θά 'μαι·
εἰδήσεις σου θὰ ψάχνω στοὺς σταθμοὺς
ποὺ στάθηκες, στὰ μπάρ, καὶ θά 'ναι πάντα
ἡ ὥρα ποὺ θὰ κλείνουν, καὶ (ἀκοῦς;)
ἀόρατη θὰ παίζει κάποια μπάντα
ποὺ θὰ περνᾶ ψηλά... Στοὺς οὐρανοὺς
σὰν νόμισμα τὰ χρόνια θὰ κυλήσουν:
κορόνα ἐσὺ θὰ φέρεις, καὶ (τ' ἀκοῦς;)
παιδιὰ θὰ γεννηθοῦν καὶ θὰ μιλήσουν
γιὰ μᾶς ὅπως γιὰ δυὸ περαστικούς,
ποὺ ἀμίλητοι κι οἱ δυὸ κοντοσταθῆκαν
νὰ δοῦν κάποια βιτρίνα (τοὺς ἀκοῦς;),
σὰν κοῦκλες μιὰ στιγμὴ καθρεφτιστῆκαν —
καὶ χάθηκαν σὲ δρόμους χωριστούς.
Σύνδεση μὲ τὰ προηγούμενα, 1
Ἂς συνοψίσουμε: ὁ ἥρως μου γιὰ κλάματα
ἦταν — κι ἀκροβατοῦσε πάνω ἀπ' τὰ χάσματα
τοῦ ἔργου του — κι ἤξερε πὼς δὲν πιάνει μία.
Τῶν τύψεων σπούδασε ὅλη κι ὅλη τὴ χημεία —
κι εἶδε πὼς φταίει ποὺ ἤπιε κάτι νοθευμένο.
Καὶ φυσικὴ σπούδασε σ' ἕνα κεκλιμμένο
κρεβάτι — ἀπ' ὅπου πάντα κύλαγε στὴν ἄβυσσο —
πάνω του σφίγγοντας τοῦ Νέσσου τὸ πουκάμισο.
Comments