Ακολουθούν 12 από τα 128 ποιήματα του Καλοκαιριού στον σκληρό δίσκο του Ευγένιου Αρανίτση.
1/1
ο γάμος βλάπτει το σώμα.
η πληγή είναι θηλυκή.
μάντη, εξήγησε στην πληγή σου τη λαχτάρα των λειβαδειών, της αυγής
την ήπια δράση όπου η κάθε ράβδος ασκεί τον μαγνητισμό μιας αναπόφευκτης αντρικής βιαιότητας.
τα προνόμια βλάπτουν το πνεύμα. η
σιγή είναι ουδέτερη σαν το πέταγμα.
1/0101
η αφή μπαίνει στον πόλεμο νυσταγμένη.
η γεύση είναι το
1ο-1ο. την ακοή πολλοί τη μπέρδεψαν με την πειθώ~ κι εγώ ακόμη αναλογίζομαι πόσο θα είχε ενδιαφέρον να μπορώ να της εξηγώ & αυτή
να μου εξηγεί~ να ερχόμαστε σε σύγκρουση
(πού καταντήσαμε!) κοίτα την
όσφρηση: σκηνοθετεί πάρα πολλά, δε δίνει όμως λογαριασμό. και η όραση έχει πάψει στους ουρανούς την καταδίωξη τής δράσης γρήγορων χεριών. τα
dejà-vu, για παράδειγμα, άλλο μας φέρνουν κάθε φορά από ‘κείνο που παραγγείλαμε.
η αφή μπαίνει στο νύσταγμα πολεμώντας, σας το είπα.
η έκτη αίσθηση είναι η αγάπη.
1/0111
σχεδόν τρέμοντας τα περασμένα
Παρόντα συγκεντρώνονται με την ελπίδα
να ξαναφτιάξουν την καρχηδώνα: αφού το έθνος των Παρόντων ε
θνικό
δεν θεωρεί ό,τι είναι αληθές. όπως κι εμείς, έτσι πεθαίνουν τα Παρόντα απ’ τη του νέες Στιγμές στιγμή είναι Παρούσες στο
REWIND, PAUSE, PLAY, FAST FORWARD & στο ΚΑΝΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΙΣΤΕΥΤΟΣ. ιστορίες με έχειν μόνο μέση και τέλος αποσυντίθεντ’ ενώ οι ώρες έμαθαν να ‘ναι ηθοποιοί μιας προ πολλού ξεψυχισμένης γλώσσας. και Το
Κείμενο διαβάζει Τον Αναγνώστη: «ποιος θα κουρέψει τον κουρέα;» «ποιος γαβγίζει το σκύλο;» δηλαδή, επιτέλους «ποιος θανατώνει τον καίσαρα, ιδιοκτήτη τού ΧΑΙΡΕ ΜΕΛΛΟΝ;»
από κοινού, ΧΑΙΡΕ και ΜΕΛΛΟΝ, ρυθμίζουν την αποσύνθεση των ωρών, ιστορίες όπου Το Κείμενο θα διαβάζει τον μονομάχο, ο θάνατος θα διαβάζει Τον Αναγνώστη.
1/01001
στρίψε μου ένα τσιγαράκι drum να σου τραγουσήσω.)
η ψυχή δεν είναι μηχανικός.
το ρίγος τέρπεται απ’ την υγρότητα. ύστερα
έρχεται η στιγμή που και αυτό στρατολογείται στην παρωδία, την οποία ως
τόσο έχει απορρίψει εκ των προτέρων (υπογράμμιση όχι δική μου: του ποιήματος).
και η ψυχή δεν είναι μηχανικός. η επίπεδη διάρκεια
των φωνών που αγάπησα δεν αντέχει το fiat iusitia et pereat mundus.
έτσι αναγκάνεται και ζυμώνει τη θέληση της καρδιάς, της καρδούλας.
στρίψε μου ένα τσιγαράκι drum να σου τραγουδήσω
1/01101
μόλις πάρα πολλές φορές πυροβολήσει, ένας έκαστος των κυνηγών επιστρέφει στο σπίτι του περιμένοντας τον θαυμασμό απ’ τη σύζυγο αλλά εκείνη θα σιδερώνει την αδελφή της στο
)) &
μηνονεύουν οτιδήποτε άλλο πλην
πτηνών δολοφονημένων. διότι κι η σύζυγος κυνηγού υπήρξε κάποτε γλυκιά κοπέλα με αγάπη για ένα μέρος του όλου, ας παντρεύτηκε άντρα όπως στάθης τσαούσης ή κουρουπός αγαμέμνων τού γεράσιμου. ο
κυνηγός εναποθέτει τα πτηνοπτώματα σε τραπέζι κουζίνας & φοράει πυτζάμες του, ‘γριεμένος, ενόψει ότι θα παλέψει με τη χόταση. επιτέλους
φτάν’ η γυναίκα & σερβίρει~ μετά οι δυο τους επιτυγχάνουν την αρχαία συ
ναινε
τική απεμπόληση της ελάχιστης ανθρωπιάς κατά το πρόγραμμα του «ξέρω/ξέρεις».
1/0111
Τον Ερμή που κυβερνάει το Κείμενο Τον συμφέρει να μελετάω τι έχουν γράψει οι άλλοι, ‘πιμένει όμως να το κάνω κρυφά απ’ τον εαυτό μου.
μερικοί γράφουν το ίδιο τους το πρόσωπο.
φίλιππε, άνοιξε! θα πλησιάσω το Έργο!
‘γω και το Έργο, καλήμερίζαμε παραλίες μέσα στη λέξη ca
noe (κανώ), λέξη με 5 γράμματα οριζοντίως κι ύστερα τέσσερα. μαζί μας ήτανε κι ο φίλιππος κογιεβίνας, ένα παιδάκι που Ο Ερμής είχε στείλει στο πόδι Του. πάω ν’ ανέβω (εκεί, στο Έργο) και μου φράζουνε το δρόμο δυο σιωπές (η σιωπή των πραγμάτων και η λεγόμενη «σιω
πή-πράγμα»~ πώς να περάσω τις συλλαβές τέτοιας λειτουργίας;) γλιστράει, γαμώτο!
άσ’ το γι’ αύριο...
1/010000
βρήκαμε αύγουστο υποτίθεται~ είμαστε με τον κωστή κρεμασμένοι απ’ τα πανιά τού σκάφους ΕΥΧΟΜΑΙ Λ.Κ 4
20: τα πανιά πλαταγίζουνε διότι μονάχα σ’ ό,τι διπλώνει δίνει ο άνεμος κίνητρο για να εύχεται κορώνα-γράμματα.
σκοπός μας – ναι! – είν’ ο αέρας, το να ξεφύγουμε απ’ τα ονόματα... α, ονό
ματα, πόσο είστε αδιάφορα για τη σύγκρουση Τάξης και Αταξίας! το ΕΥΧΟΜΑΙ του μη-κύματος λέει πάντα στην ίδια γλώσσα με τα φρύγανα του βυθού. η ζέστη κάνει
το γράμμα ρω να δένει την πρύμνη τής μίας λέξης στην πλώρη τής επόμενης. μπροστά σε μύτες μας, η συνήθεια ‘γγίζει απαλότατα τον αιγύπτιο θεό ρα, που ήδη λαγοκοιμάται κι έτσι γλιστράει απ’ το κεφάλι του το πελώριο στέμμα: είναι ο
ήλιος, κώωωστα, φωνάζω, ο ήλιος πέφτει! το
στέμμα-ήλιος κατεβαίνει κατρακυλώντας στα σκαλιά τού αέρα ενώ συνάμα αιωρείται, και απόδειξη ότι ότι στο κοίταγμα του κώστα πρίφτη όλες οι λόγχες της φυσικότητας έχουνε γίνει 1 σφύριγμα. αλλά για λίγο. ύστερα μοιάζει με ό,τι ήτανε εξαρχής γλυκύς παλιάνθρωπος μ’ ωραία μέση.τότε εγώ
& το εγώ τού κώστα πρίφτη είδαμε πάλι την εντροπία με τα μάτια μου.
1/010011
στην οθόνη τού φοίνικα, θερινού κινηματογράφου, η Διαβεβαίωση είχε γεμίσει ανθρώπινα εκκρεμή. τέτοιες νύχτες, το λίκνισμα των 3 απαγχονισμένων επάνω απ’ τα κυκλάμινα σε μεθούσε. η λυγε
ρή ελβετιδούλα, η μισέλ, κάθεται δίπλα μου ατάραχη και απολύτως συμπίπτουσα προς τον θεσπέσιο εαυτό της. ανενδοίαστα υπάρχει. φέρει, αρτίως, κεφα
λοθώρακα, κοιλία, άνω & κάτω άκρα, γαλάζιο μίνι φουστανάκι & μπαλαρίνες που φοριώνται και σαν κοσμήματα. κατά τύχη το γόνατό μου (βρού
τος) εγεύτηκε το δικό της (καρωτίδα του καίσαρος). τα 2 γόνατα δημιούργησαν γύρω τους λίγη τριζάτη πυκνότητα σαν αντιρρόπηση στην εξωστρέφεια. από μια τέτοια λοιπόν σύγκρουση πειθούς και τέρψης
προκλήθηκε 1 «ξ-ε-θ-η-λ-υ-κ-ώ-ν-ω» με τη μισέλ να προσλαμβάνει, απορροφώντας το Έρεβος του να είσαι γυναίκα και μαζί να σ’ απομακρύνουν απ’ την υπέροχη, δίχως τύψεις Κυριολεξία.
όμως οι 6πνοι βλέπουν την ώρα & στο σκοτάδι~ τα δάχτυλά μου ήτανε έξυπνα ‘κείνη την εποχή~ της μισέλ τα μπουτάκια (σ’ 6!) έδειχναν 12 παρά δέκα.
1/010110
κανένα βράδυ στα πετράλωνα με την πανσέληνο υιοθετού
νε νέα ονό
ματα οι κοπέλες που θα σπουδάσουν φωτομοντέλα ή ‘θοποιοί ή μπαργούμαν~ γίνονται νάνσυ & ντέμπυ.
οι ίδιες δεν συνειδητοποιούνε την αλλαγή: αληθεύει ότι
ο γάτος δεν παχαίνει στο γάμο. σ’ αυτή την άγνοια,
φίλε, οφείλε
ται ότι, κατόπιν, φωσφορίζει ο μυελός
τους. όλες οι άλλες, οι υπόλοιπες που κρατάνε τ’ αυθεντικό όνομά τους, παραπονιούνται χτυπώντας μόνον το ασπράδι. περνούν την ώρα τους ζηλεύοντας τις ψευδώνυμες για ικανότητα ν’ αποπλανούνε τη ζαριά τής ταυτότητας που, εάν θέλετε
τη γνώμη μου, δεν είναι άλλη από εκείνη του γνωστού μας γ’ προσώπου κάθε αφήγησης.
1/011001
η Ψ Χ μου υπάρχει ως βόρειον σέλας γύρ’ απ’ τη Νεύρωση. Ψ Χ και Νεύρωση ευαγγελίζονται την προσφυγή
στις μεγάλες κηδεμονίες τού Τέλους, έναν εγκάρδιο αντίπαλο του apud bonum indicem
argumenta plus testes valent, για τον καλό δικαστή τα ‘πιχειρήματα είναι ανώτερα των μαρτύρων~ μισή ει
ρήνη υμίν. φέρνω κλάδο μηλέας.
1/011100
καθήκον όλων στην οικογένεια είν’ η χαρά.)
όμως υπάρχουνε διαβαθμίσεις. φέρ’ ειπείν, το Εγώ μπορεί ανέξαθεν να προκαλούσε το ωστικό του κύμα αλλά Ε.Ι.Ν.Α.Ι συγχωρεμένο. στου Ε
σύ τις παραισθήσεις ο χωροχρόνος έχει πληγώσει την ύπαρξη πολύ όμορφα-έξυπνα~ το Αυτός
φέρνει συχνά λογάκια δάχτυλα μύτες με μία (δέξου τον καπετάνιο-χαμόγελο) ασυνήθιστη τόλμη.
το Αυτές – από πού ν’ αρχίσω!
1/0100110
δεν
αντέχω, εκραύγαζε ο
αυτοκράτορας +γουλιέλμος, όσους τα βλέπουνε μαύρα.
αλλά εγώ, 1 δυο κλάσματα της στιγμής πριν το δυστύχημα, είχα νιώσει, σαν σε τομή, δηλ. με τον τρόπο τής ηδονής, αυτό εδώ τ’ ανεπανάληπτο συναίσθημα: δεν θα υπάρξει πλέον καμία ματαίωση
: όχι αστραπή εν αιθρία αλλά αιθρία μέσα στην αστραπή. είχε
προλάβει, άραγε, να τραγουδήσει ο κόσμος σ’ αυτό το κλάσμα; (θα τραγουδούσε το πασίγνωστο ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΔΕΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ.)
σίγουρος τώρα ότι θα πέθαινα, επς!, θυμήθηκα τα μετάλλια στην ολυμπιάδα τού τόκιο (τα αργυρά)~ μετά φαντάστηκα τον θουκυδίδη και τη θάλασσα, που δεν απείχε πολύ και όμως έμοιαζε ν’ απέχει μίλια. πάντα, μα πάντα κοντά στον φλοίσβο της, πάντα κοντά στον άρρωστο.
Comments