Prufrock among the Women
Πρώτα-πρώτα ας ειπωθεί —αν και μάλλον ήδη γνωστό σε πολλούς— ότι η μετάφραση των Απάντων του Τ.Σ. Έλιοτ από τον Αριστοτέλη Νικολαΐδη είναι ουκ ολίγες φορές ατυχέστατη, όχι λόγω γλωσσικής ασυμβατότητας (όπως ίσως κάποτε συμβαίνει με την Έρημη Χώρα του Σεφέρη), ουσιαστικής παρανόησης του λόγου του Έλιοτ (Ερημότοπος του Παπατσώνη) ή ανώφελης ελευθερίας (δεν γνωρίζω —λειτουργική ή μη— ελεύθερη μετάφραση της ποίησης του Έλιοτ· εκτός κι αν μετρήσουμε τις αρκετές προσθήκες λέξεων ή περιφράσεις του Παπατσώνη οι οποίες έχουν στόχο επεξηγηματικό). Ο Νικολαΐδης διαπράττει αντιθέτως ένα παράδοξο «έγκλημα»: ενώ καταφέρνει ν’ αποδώσει με ακρίβεια τα κεντρικά και στρυφνά νοήματα του πρωτοτύπου, σκοντάφτει ενίοτε σε απλές φράσεις, ελάσσονος σημασίας, οι οποίες φαίνεται να υπερβαίνουν τη γνώση του της αγγλικής γλώσσας. Αλλού μοιάζουν για απλές αβλεψίες, αλλού για πραγματική άγνοια κι αλλού είναι αβέβαιο το πώς προέκυψε η απόδοση. Ένα παράδειγμα από το καθένα στο Γερόντιον [Gerontion, 1920] (τα πλάγια στοιχεία δικά μου):
Τhink at last / I have not made this show purposelessly
Σκέψου επιτέλους / δεν έκανα την επίδειξη αυτή ξεπίτηδες
In depraved May, dogwood and chestnut
Στον διεστραμμένο Μάη, σκυλόξυλο και κάστανο
Nor knee deep in the salt marsh, heaving a cutlass
Ούτε γονάτισα βαθιά εις την πορεία του άλατος, έχοντας έναν σουγιά
Το purposelessly παραναγιγνώσκεται ως purposely (μάλλον τυχαία κι όχι σκοπίμως) και το marsh μετατρέπεται σε march. Στο αμέσως επόμενο ποίημα, το Burbank with a Baedecker: Bleistein with a Cigar, παραλείπει το λατινικό τμήμα της προμετωπίδας (μεταξύ κάποιων άλλων λαθών). Πρόκειται εν ολίγοις για μια πρόχειρη εργασία. Ο ίδιος ο Νικολαΐδης εξάλλου ομολογεί στην Εισαγωγή του στα Άπαντα ότι αν και μετέφραζε σποραδικά Έλιοτ επί χρόνια, ωστόσο συστηματικά ασχολήθηκε μόλις έναν χρόνο πριν εκδοθούν οι μεταφράσεις.
Ο Έλιοτ ήταν σχετικά ολιγογράφος, αλλά κι αν υστερεί σε ποσότητα, ξεχείλιζε σε δυσκολία. Πλέον λάθη στην απόδοση του Έλιοτ θα ήταν ανεπίτρεπτα, με όλη τη σωρεία μελετημάτων που όχι μόνον υπάρχουν μα βρίσκονται και στη διάθεσή μας ανά πάσα στιγμή, αλλά τότε που τον μετέφρασε ο Νικολαΐδης, το 1982, το έργο του ήταν ακόμη αρκετά δυσπρόσιτο. Αυτό βέβαια δεν τον «αθωώνει»· η Έρημη Χώρα του Σεφέρη, το 1936, κι αν έχει υφολογικά ζητήματα, λάθη δεν έχει. Εν κατακλείδι, το γεγονός ότι πρώτος ο Νικολαΐδης μετέφρασε τα άπαντα του Έλιοτ και παρόλα αυτά κανείς στην ακαδημαϊκή κοινότητα —απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω— δε βασίζεται, παραπέμπει ή έστω αναφέρεται στη μεταφραστική του εργασία, παρά μόνον αν το μελέτημα έχει ως θέμα του τον ίδιο τον Νικολαΐδη ή όλες τις ελληνικές μεταφράσεις του Έλιοτ, φαίνεται ενδεικτικό της ποιότητάς του.
Κι όμως άφησε το στίγμα του σε μη ακαδημαϊκό επίπεδο αφενός μέσω των έντεκα ανατυπώσεών του —απήχηση αυταπόδεικτη—, αφετέρου τη δική του απόδοση επιλέγει η Ωχρά Σπειροχαίτη στη μελοποίηση του The Hollow Men [1925]. Και όντως μαζί με τα Τέσσερα Κουαρτέτα οι Κούφιοι Άνθρωποι είναι μάλλον οι ευτυχέστερες μεταφραστικές απόπειρες του Νικολαΐδη. Με τον ίδιο τρόπο που όλοι ξέρουμε καλώς ή κακώς το Waste Land ως Έρημη Χώρα λόγω του Σεφέρη, έτσι ξέρουμε τον περίφημο τελευταίο στίχο ως:
Όχι μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό
Και όχι:
Όχι μ’ έναν βρόντο μα μ’ ένα λυγμό
Στη συνείδησή μας έχει εγγραφεί λοιπόν η απόδοση του Νικολαΐδη κι όχι του Σεφέρη. Και εκεί που ο Σεφέρης «ηττήθηκε», στα Four Quartets [1943], αποτυγχάνοντας να χωρέσει το έργο στα ελληνικά του κι εγκαταλείποντας το εγχείρημα, ο Νικολαΐδης το έφερε εις πέρας δίχως λάθη. Σχολιάζει αυτή τη δήλωση του Σεφέρη στην Εισαγωγή των Απάντων:
Διερωτώμαι αν [ο Σεφέρης] εννοούσε ίσως μιαν έλλειψη ωριμότητας της νέας ελληνικής στο ν’ αντιμετωπίσει την αγγλική γλώσσα σ’ ένα ύψιστο δημιούργημά της, όπως είναι τα «Τέσσερα Κουαρτέττα». Ο Σεφέρης ήταν σαφώς ακόμη επηρεασμένος από την «ψευδή» διαμάχη δημοτική καθαρεύουσα κι όπως δείχνουν εξάλλου τα κείμενά του όχι πλήρως απελευθερωμένος γλωσσικά […]. Στην αμέσως μετά τον Σεφέρη γενιά, η νεοελληνική γλώσσα άρχισε να λειτουργεί χωρίς τα τεχνητά ή και ιστορικά ίσως δεσμά της και φορτία […].
Τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Νικολαΐδη είναι πολύ πιστά στο πνεύμα και στο ύφος του πρωτοτύπου. Η μετάφρασή τους από τον Κλείτο Κύρου αποτελεί ενδεχομένως την πιο δουλεμένη μέχρι και σήμερα. Ωστόσο τα ελληνικά του Κύρου «σεφεριάζουν», είναι κυματιστά εκεί που το πρωτότυπο είναι μετρημένο ή κοφτό ή αυστηρό. Ο Χάρης Βλαβιανός δεν κάνει το ίδιο λάθος, την ίδια επιλογή. Δε θα μπορούσε άλλωστε· ανήκει σε μια γενιά που τα ελληνικά της σε γενικές γραμμές είναι πολύ κοντά στα αγγλικά του Έλιοτ. Η γλώσσα μας έχει καταλαγιάσει σε σημαντικό βαθμό, κι αυτό είναι άλλοτε καλό άλλοτε κακό. Η μετάφραση του Βλαβιανού πάσχει από μια κάποια δυσκαμψία κυνηγώντας την αυστηρότητα του πρωτοτύπου, υστερεί σημαντικά σε μουσικότητα και αποτυγχάνει να αποδώσει —ή, κατ’ εκείνον, επιλέγει να μην αποδώσει— τα κομβικά έμμετρα ιντερλούδια των Κουαρτέτων, στα οποία θα επανέλθω, ως έχουν.
Δε μπορεί κανείς να πει το Λονδίνο του Waste Land Λόντρα πια χωρίς να γίνει γραφικός. Μόνον ο Συμεών Γρ. Σταμπουλού το κάνει, στην πιο πρόσφατη μετάφραση του ποιήματος, με τίτλο Έρημη Γη, όπου εξηγεί ο ίδιος ότι με την «Λόντρα» αποδίδει φόρο τιμής στον Σεφέρη, όπως και με τον τίτλο παραπέμπει στον Σολωμό — έστω κι αν τον πρόλαβε ο Λάγιος στην ομότιτλη παρωδία του.
Ένα πρόβλημα ενώνει όλες τις μεταφράσεις του Έλιοτ στη χώρα μας — μίας ή δύο εξαιρουμένων: κανείς δεν μεταφράζει με ομοιοκαταληξία τα έμμετρα ιντερλούδια των ελευθερόστιχων ποιημάτων του ή το κάνει με ασυνέπεια. Πολλοί το χαρακτηρίζουν απλώς «επιλογή» των μεταφραστών αποφεύγοντας να του προσδώσουν θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Όπως όμως λέει και ο Harold Bloom στο πρώτο κεφάλαιο του Δυτικού Κανόνα, ο Τ.Σ. Έλιοτ είναι ποιητής αυστηρών μορφολογικών επιλογών. Στερώντας του τα έμμετρα σημεία, του στερούν πυρηνικό μέρος της ταυτότητάς του. Ο Σταμπουλού, ο οποίος ανήκει στη μερίδα εκείνη των μεταφραστών που διατηρούν το έμμετρο στοιχείο εν μέρει, γράφει στα σχόλια της Έρημης Γης για ένα έμμετρο σημείο της τρίτης ενότητας:
Στην οκτάστιχη αυτή στροφή (249-256) ο Έλιοτ κορυφώνει τη μετρική αλλαγή, το πέρασμα από τον ελεύθερο στον ομοιοκατάληκτο στίχο, με ρίμα πλεκτή, που εφαρμόζει με σχετική συνέπεια, ως μετρικό ιντερμέδιο, στο επεισόδιο του Τειρεσία, αρχής γενομένης στον στ. 218. Στο δοκίμιό του «Reflections on Vers Libre» («Σκέψεις για τον ελεύθερο στίχο», 1917) έχει δώσει προκαταβολικά την εξήγηση: «Υπάρχουν συχνά σημεία σε ένα ανομοιοκατάληκτο ποίημα όπου η ομοιοκαταληξία χρειάζεται για να προκαλέσει μια εξαιρετική εντύπωση, μια αιφνίδια συμπύκνωση, μια ένταση, ή μια ξαφνική αλλαγή διάθεσης» (Τ.Σ. Έλιοτ, Οι φωνές της ποίησης. Μτφρ. Άρ. Μπερλής. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013, 25).
«Αρχής γενομένης στον στ. 218»· ωστόσο αποδίδει ομοιοκατάληκτα μόνον το τελικό οκτάστιχο. Και ο Νικολαΐδης παραπέμπει στον Έλιοτ ο οποίος λέει ότι το μυαλό του ποιητή «αλλάζει κι αυτή η αλλαγή παριστά μιαν εξέλιξη που δεν εγκαταλείπει τίποτε καθοδόν». Κι αυτές να μην υπήρχαν οι δηλώσεις από τον ίδιο τον Έλιοτ, όλη του η ποίηση ολοφάνερα διατρέχεται από αλληλοδιαδοχή ομοιοκατάληκτων και ελευθερωμένων στίχων. Τέτοια σημεία εντοπίζονται σε όλες του τις εκτενείς συνθέσεις και, άρα, είναι —όπως ειπώθηκε— πυρηνικά στοιχεία της ταυτότητάς του, τα οποία καλό είναι κατ’ επέκταση να μην αγνοούνται ούτε και ν’ αποδίδονται με ασυνέπεια.
Κυκλοφορούν, ή κυκλοφόρησαν, πολλές άλλες —αξιοπρεπείς και με το παραπάνω— ελιοτικές μεταφράσεις. Όχι χωρίς τα προβλήματά τους· ενδεικτικά: η Έφη Αθανασίου υπερθρηκειοποιεί τα Τέσσερα Κουαρτέτα —αξιοσημείωτο κατόρθωμα—, η Παυλίνα Παμπούδη, ο Γιάννης Αντιόχου και ο Τάκης Κουφόπουλος επίσης δεν αποδίδουν με ρίμα όπου υπάρχει, ο Γ. Νίκας [ψευδώνυμο του Νίκου Καταπόδη] μεταφέρει παντού τη ρίμα, αλλά συχνά μη ακολουθώντας το σχήμα του πρωτοτύπου κι έτσι καταλήγοντας ενίοτε σε κακοφωνίες ή σε λιγότερο σφιχτό αισθητικό αποτέλεσμα. Τη μετάφραση του Ρόη Παπαγγέλου (Η Χέρσα Γη, Τέσσερα Κουαρτέτα) και όποια άλλη έχει εκδοθεί δεν τις έχω εξετάσει ώστε να εκφέρω άποψη.
Όλα αυτά τα σχόλια προκύπτουν βάσει της επανειλημμένης δήλωσης του Αριστοτέλη Νικολαΐδη πως όλες οι μεταφραστικές ελλείψεις ή εκπτώσεις στο έργο του Έλιοτ
θα ’πρεπε ν’ αποδοθούν αποκλειστικά και μόνο
στον μεταφραστή-ποιητή και όχι στην ελληνική γλώσσα.
Comentários