Γράφοντας σκοντάφτω διαρκώς σ’ ένα διπλό ερώτημα: σε ποιον απευθύνομαι και με ποιον στόχο; Κανείς μας δεν γράφει ποίηση για ν’ αναγνωσθεί αυτή μόνον από τους ομοτέχνους. Ωστόσο, πολλοί εξ ημών γράφουμε στρυφνά, αποξενώνοντας συχνά το ευρύ κοινό. Πώς συνδυάζεται αυτή η στρυφνότητα με την ανάγκη μας για μια ανοιχτή επικοινωνία;
Προσωπικά πιστεύω πως η φερόμενη ως ελιτιστική στρυφνότητα ενός μέρους της σύγχρονης ποίησης (στις ευτυχέστερες εκφάνσεις της), ο αρνητικά εννοημένος αυτισμός της, είναι όλος ο ουμανισμός που δύναται να υπάρξει στο συγκεκριμένο σημείο της ιστορίας. Σ’ έναν κόσμο διάψευσης των προσδοκιών, το δυσνόητο ύφος δεν επιλέγεται· αποτελεί μία μορφή αυτοπροστασίας απέναντί του. Αυτό είναι η βάση. Από εκεί και μετά είναι που, νομίζω, χωρίζουμε τους δρόμους μας· στο πώς δηλαδή αξιοποιεί καθένας τα υλικά που του δόθηκαν και στο πόσο ξεφεύγει από μιαν απλή αυτοάμυνα. Η δυσκολία δεν υπόσχεται καλή ποίηση ούτε και υπερέχει σε σχέση με απλούστερους εκφραστικούς τρόπους, μα η σημαντική ποίηση προϋποθέτει έναν βαθμό δυσκολίας – έστω κι αν συχνά δεν είναι ορατή εκ πρώτης όψεως. Στις εντελέστερες στιγμές του το τόσο υπόγειο κερδίζει λίγη καθολικότητα.
Σ’ έναν κόσμο διάψευσης των προσδοκιών, το δυσνόητο ύφος δεν επιλέγεται· αποτελεί μία μορφή αυτοπροστασίας απέναντί του.
Η ποίηση είναι για τους λίγους, γιατί μονάχα έτσι μπορεί να είναι για τους πολλούς. Ο στίχος που θα διασχίσει τα κατάλληλα αυτιά ίσως φτιάξει έναν κόσμο 5.000 χρόνια αργότερα. Είναι μέρος του οικογενειακού μας δέντρου η συγκυρία. Είμαστε ως είμαστε εν πολλοίς χάρη/λόγω/εξαιτίας των όσων προηγήθηκαν. Δεν διαβάζουμε ακόμη τον Όμηρο, τον Δάντη, τον Σαίξπηρ επειδή είναι αιώνιοι, αλλ’ επειδή μας καθυπόταξαν στο παρόν τους με τη μεγαλοσύνη και τη θέση τους στον ιστορικό χρόνο. Και πώς να γίνουν όλα αυτά με την ευκολία και για την ευκολία – τις επικρατούσες συνθήκες; Γίνεται χωρίς ιστορία, παράδοση και παίδεμα; Το συναίσθημα που ανασκάπτεται με κόπο ριζώνει στη συνείδησή μας και οι προσωπικές προεκτάσεις που του προσδίδουμε υπερβαίνουν τις πιο τρελές μας εικασίες. Συνυφαίνεται με το δικό μας και ριζώνει πια ως τμήμα μας. Το εύκολο συναίσθημα που εκκολάπτει [τ]η[ν] εύκολη σκέψη και ποτίζει σελίδες επί σελίδων δεν έχει τα εφόδια ώστε να μας εντυπωθεί και, στο κάτω κάτω της γραφής, ποτέ δεν μας ανήκε. Χρησιμεύει ως στιγμιαία ανακούφιση, που όμως σύντομα ξεχνιέται και την αποζητάμε εκ νέου. Γι’ αυτό χρειάζεται η προσπάθεια του αναγνώστη.
Οι λέξεις μας είναι τ’ όριό μας, τ’ όριο της σκέψης μας –κατά το πολυφορεμένο απόφθεγμα του Wittgenstein–, και όντας τ’ όριο της σκέψης μας είναι τ’ όριο των αισθημάτων μας. Περισσότερες λέξεις παναπεί περισσότερες αποχρώσεις, και περισσότερες αποχρώσεις παναπεί περισσότεροι συνδυασμοί αποχρώσεων. Εν ολίγοις, πλεόνασμα ζωής. Γι’ αυτό χρειάζεται ο αγώνας για τη γλώσσα.
Ως προς τα θέματα, η καθ’ ημάς κόλαση μας βγαίνει φυσικά στο χαρτί, το ηθικό καθαρτήριο το κουβαλάμε επί 22, 33, 56 ή 88 χρόνια, μέχρι τέλους πάντως, και ο ερωτικός –υπάρχει άλλος;– παράδεισος περιττεύει. Ο πραγματικά ευτυχισμένος δεν γράφει και θα ήταν απάνθρωπο να του ζητηθεί η συγγραφή της ευτυχίας για χάρη μας. Η ποίηση δεν πρέπει να είναι αυτό που προέχει. Ο paradiso terrestre του ύστερου Pound κι ελάχιστων ακόμα τολμηρών είναι ό,τι μπορώ να ελπίσω για την ποίηση. Ο αποθεολογικοποιημένος paradiso, στον οποίο περισσεύει πια ο προσδιορισμός terrestre, είναι το δυσκολότερο ποίημα που έχει ή θα γραφτεί ποτέ, γιατί είναι μια αιωνιότητα καμωμένη από το φευγαλέο, όχι ένα χρονοδιάγραμμα φυγών, μα τρόπος να στεριώσεις.
Comments